Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
ΣυμβΕφΑθ 215/2015

Στο άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ προβλέπεται ως βασικό έγκλημα η συγκρότηση οργάνωσης με σκοπό την συστηματική τέλεση επιλεγμένων και συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες διακρίνονται για την αυξημένη απαξία και αντικοινωνικότητά τους, καθώς και η συμμετοχή σε αυτή. – Προστατευόμενο έννομο αγαθό. – Έννοια “δημόσιας τάξης”. – Στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης (άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ)· δεν αρκεί η απλή ένωση προσώπων για την τέλεση οποιωνδήποτε τυχαίων αξιοποίνων πράξεων, αλλά απαιτείται είτε “συγκρότηση” αυτής είτε “συμμετοχή” σε αυτήν. – Έννοια “εγκληματικής οργάνωσης”· απαιτείται η ύπαρξη εσωτερικής διάρθρωσης και ιεραρχικής δομής. – Έννοιες “δομημένης ομάδας”, “συγκρότησης”, “ένταξης” και “μέλους” εγκληματικής οργάνωσης. – Πότε αποκτάται και πότε απόλλυται η ιδιότητα του “μέλους” της εγκληματικής οργάνωσης. – Έννοια “διευθύνσεως” της εγκληματικής οργάνωσης· δυνατή η διεύθυνση αυτής και από πλείονα πρόσωπα, τα οποία, στο πλαίσιο της εγκληματικής δράσεως της οργάνωσης και για την επίτευξη των εγκληματικών σκοπών της, κατά το μέρος που τους αναλογεί, δίνουν δεσμευτικές εντολές στα ιεραρχικώς κατώτερα μέλη της, τις οποίες αυτά οφείλουν να εκτελέσουν, ή εγκρίνουν την παράνομη δράση των απλών μελών της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία εκδηλώνεται στο πλαίσιο της επίτευξης των παράνομων σκοπών της. – Στοιχεία υποκειμενικής υπόστασης. – Έννοια, χαρακτηριστικά και μορφές εκδήλωσης του “ειδικού δόλου” τελέσεως του εγκλήματος (υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης). – Πότε συντρέχει “επιδίωξη” διάπραξης των εγκλημάτων της παρ. 1 του άρ. 187 ΠΚ· η εν λόγω επιδίωξη (η οποία δεν απαιτείται να είναι κύρια ή αποκλειστική) αρκεί να υφίσταται έστω και κατά την άτυπη βούληση των συμμετεχόντων, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η προηγούμενη εξειδίκευση των κατ’ ιδίαν πράξεων της ομάδας ή η προς τα έξω εκδήλωση της δραστηριότητάς της ή ακόμη και ο σχεδιασμός έστω και μιας πράξης. – Έννοια του “ενιαίου” χαρακτήρα του εν λόγω ειδικού δόλου. – Αρκεί η συνδρομή στο πρόσωπο του δράστη, μέλους της εγκληματικής ομάδας, ακόμη και ενδεχόμενου δόλου, όπως αποδεικνύεται από την συμμετοχή του στις εκδηλώσεις της οργάνωσης και κυρίως την γνώση γεγονότων που μαρτυρούν επιδίωξη ή χρήση βίας και εντεύθεν την διάπραξη κακουργημάτων, την αποδοχή αυτών ως θεμιτών σκοπών, την μη αποκήρυξη της βίας και την παραμονή στην ομάδα με στόχο την εξυπηρέτηση του κοινού σκοπού, ο οποίος μπορεί έχει οποιοδήποτε κίνητρο (οικονομικό, ιδεολογικό ή οποιονδήποτε άλλο). – Η αξιόποινη πράξη της εγκληματικής οργάνωσης τελεί σε αληθινή πραγματική συρροή με τα λοιπά εγκλήματα που διαπράττουν τα μέλη της για την υλοποίηση των σκοπών της. – Απαιτείται συγκλίνουσα δράση περισσότερων ατόμων, καθένα εκ των οποίων είναι και αυτουργός, είτε είναι ιδρυτής είτε μέλος της εγκληματικής οργάνωσης. – Το έγκλημα του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ, όταν τελείται με την μορφή της συγκρότησης είναι έγκλημα στιγμιαίο, παραγραφόμενο ανεξάρτητα από την (μη εκ των προτέρων ορισμένη, αλλά πάντως εκτεινόμενη σε βάθος χρόνου) διάρκεια της εγκληματικής οργάνωσης, ενώ όταν τελείται με την μορφή της ένταξης σε αυτήν είναι έγκλημα διαρκές και διαρκεί όσο διαρκεί η ιδιότητα του μέλους, η δε παραγραφή αυτού αρχίζει (για το συγκεκριμένο μέλος) με την απώλεια της ιδιότητάς του. – Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος με την μορφή της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης και της ένταξης σε αυτήν. – Προϋποθέσεις νόμιμης λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων· δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί πολιτικό κόμμα ένωση προσώπων ή οργάνωση η οποία, υπό το μανδύα του πολιτικού κόμματος, επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της με την χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας οποιουδήποτε πολίτη με πραγματικό σκοπό την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και την περαιτέρω διασάλευση της δημόσιας τάξης, ούτε η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την οποιανδήποτε προσβολή, διακινδύνευση ή βλάβη των έννομων αγαθών των πολιτών αλλά και των εννόμων συμφερόντων του Κράτους. – Η ίδια η άσκηση του ατομικού δικαιώματος της ίδρυσης κόμματος με σκοπό την διάπραξη κακουργημάτων θεωρείται καταχρηστική (άρ. 25 παρ. 3 Σ), αφού επιδιώκει σκοπούς διαφορετικούς από την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρ. 29 παρ. 1 Σ). – Μια εγκληματική οργάνωση είναι αυθύπαρκτη και απολύτως ανεξάρτητη από την οντότητα ενός πολιτικού κόμματος ή οποιουδήποτε άλλου νόμιμου φορέα ή σχηματισμού, είναι δε αδιάφορο εάν τα μέλη της έχουν ή όχι κομματική ή οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα· κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται να συνιστά “εγκληματική οργάνωση” κατά την έννοια του άρ. 187 ΠΚ, εφόσον συντρέχουν οι οριζόμενες στην ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις, και το πολιτικό κόμμα, στο μέτρο και στο βαθμό που παρεκκλίνει από την συνταγματική του αποστολή. – Η διάταξη του άρ. 187 ΠΚ είναι σύμφωνη με τις σχετικές ρυθμίσεις της Σύμβασης του Παλέρμο κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος· ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε την επί το αυστηρότερον προσαρμογή της εθνικής ποινικής νομοθεσίας στις αντίστοιχες διατάξεις της Σύμβασης, αφού για την κατάφαση του εγκλήματος της συμμετοχής σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα δεν απαιτείται, ως στοιχείο της υποκειμενικής του υπόστασης, η επιδίωξη πορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, το οποίο αποτελεί, σε περίπτωση συνδρομής του, επιβαρυντική περίσταση, διευρύνοντας κατά τούτο το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης. – Παραπέμπονται, μεταξύ άλλων, και για τις αξιόποινες πράξεις της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και διεύθυνσης αυτής οι κατηγορούμενοι, αρχηγός (ιδρυτής) και μέλη πολιτικού κόμματος του Ελληνικού Κοινοβουλίου, οι οποίοι εντάχθηκαν ως μέλη και (ορισμένοι εξ αυτών) διηύθυναν ιεραρχικώς δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα αποτελούμενη από τρία ή περισσότερα πρόσωπα με σκοπό την διάπραξη αξιοποίνων πράξεων εξ εκείνων που αναλυτικά αναφέρονται στην παρ. 1 του άρ. 187 του ΠΚ, κυρίως δε των εγκλημάτων του εμπρησμού (άρ. 264 ΠΚ), της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άρ. 299 ΠΚ), της βαριάς σωματικής βλάβης (άρ. 310 ΠΚ), της εκβίασης, καθώς και κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί όπλων, εκρηκτικών υλών, κ.λπ. 

Κατά την γνώμη της μειοψηφίας, το στοιχείο του (επιδιωκόμενου) από την εγκληματική οργάνωση πορισμού αθέμιτου, οικονομικού ή άλλου υλικού, οφέλους αποτελεί ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος, πρέπει δε, τόσο κατά τη Σύμβαση του Παλέρμο (άρ. 2 παρ. 1 στοιχ. α΄ και 5 παρ. 1), όσο και κατά την Απόφαση-Πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ (άρ. 1 παρ. 1), να συνοδεύει την τυποποίησή του στις εθνικές έννομες τάξεις των επιμέρους συμβαλλομένων κρατών, καθώς αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της εγκληματικής οργάνωσης έναντι άλλων μορφών οργανωμένου εγκλήματος που δεν κατατείνουν στον προσπορισμό οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους (π.χ. τρομοκρατικές οργανώσεις). – Ο εθνικός νομοθέτης κάθε κράτους μέλους δεσμεύεται να μεταφέρει το περιεχόμενο των ανωτέρω διεθνών και ενωσιακών κειμένων, είτε τυποποιώντας με νόμο το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης με περιεχόμενο σύμφωνο με το περιεχόμενο των τελευταίων, είτε, εάν έχει ήδη τυποποιήσει το εν λόγω αδίκημα με ποιοτικά διάφορα (περισσότερα ή λιγότερα) στοιχεία, τροποποιώντας την υφιστάμενη διάταξη, ώστε να τελεί σε συμφωνία με τις διεθνείς και ενωσιακές επιταγές, σε διαφορετική δε περίπτωση εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να “ακυρώσει” την ασύμβατη προς τα διεθνή αυτά κείμενα νομοθετική επιλογή, προσθέτοντας τα ελλείποντα από τους εθνικούς νομικούς ορισμούς στοιχεία. – Τέτοια περίπτωση συντρέχει και ως προς την έννοια της “εγκληματικής οργάνωσης”, αφού, εάν συγκρίνει κανείς τους αντίστοιχους ορισμούς που παρατίθενται αφενός στην Σύμβαση του Παλέρμο και στην ανωτέρω Απόφαση-Πλαίσιο και αφετέρου στο άρ. 187 ΠΚ, θα διαπιστώσει ότι από την εθνική ποινική διάταξη ελλείπει ο σκοπός άμεσου ή έμμεσου πορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, ο οποίος αντιθέτως, κατά τα οριζόμενα στα ανωτέρω διεθνή κείμενα, είναι σύμφυτος με το οργανωμένο έγκλημα. – Ο εθνικός νομοθέτης καθιέρωσε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια διευρυμένη έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία απομακρύνεται από την σύγχρονη θεώρηση του οργανωμένου εγκλήματος ως οικονομικής επιχείρησης που δραστηριοποιείται κερδοσκοπικά στην παράνομη αγορά, προκειμένου να “χωρέσει” στον ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος και το φαινόμενο της τρομοκρατίας και να δικαιολογήσει την αναγωγή τους σε μια έννοια γένους. – Μετά την ποινικοποίηση των τρομοκρατικών πράξεων με το άρ. 187Α ΠΚ, θα πρέπει να γίνει δεκτό, με βάση την ιστορική, βουλητική και τελολογική ερμηνεία της διάταξης του άρ. 187 ΠΚ, ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν επιθυμεί πλέον την διευρυμένη ως άνω έννοια της εγκληματικής οργάνωσης και ότι ο ορισμός της έννοιας της “εγκληματικής οργάνωσης”, όπως διαλαμβάνεται στην Σύμβαση του Παλέρμο, υπερισχύει του αντίστοιχου ευρύτερου ορισμού του άρ. 187 ΠΚ, όχι, όπως πριν από την κύρωσή της, ερμηνευτικά, αλλά ως αναπόσπαστο πλέον μέρος του εσωτερικού δικαίου. – Τα κράτη μέλη στην Σύμβαση του Παλέρμο δικαιούνται μεν να λαμβάνουν ακόμη και αυστηρότερα μέτρα για την πρόληψη και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, όχι όμως και να υιοθετούν διαφορετικό εννοιολογικό προσδιορισμό της εγκληματικής οργάνωσης· σε διαφορετική περίπτωση, καλείται ο εθνικός δικαστής, κατά τον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας της κατηγορίας της συγκρότησης και ένταξης ορισμένου προσώπου σε εγκληματική οργάνωση κατά το άρ. 187 ΠΚ, να συνεκτιμήσει τον ορισμό της κυρωθείσης Συμβάσεως του Παλέρμο και να προσθέσει στα αναγκαία στοιχεία για την πλήρωση της νομοτυπικής μορφής του αδικήματος (και δη στην υποκειμενική του υπόσταση), τον προβλεπόμενο από την διεθνή σύμβαση σκοπό της εγκληματικής οργάνωσης “να ποριστεί, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος”. – Η καθιέρωση της επιδίωξης οικονομικού κ.λπ. οφέλους από την εγκληματική οργάνωση ως επιβαρυντικής περίστασης (άρ. 187 παρ. 6 ΠΚ) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει ο εθνικός νομοθέτης από την διεθνή σύμβαση, αφού η ως άνω επιβαρυντική περίσταση, εν τέλει, αναφέρεται σε ένα διαφορετικό ποιοτικά, βασικό αδίκημα και όχι σε αυτό του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ. – Καίτοι η εγκληματική συμπεριφορά των μελών ενός κόμματος δεν μπορεί να αποτελέσει την βάση για την διάλυσή του, ουδόλως παρεμποδίζεται ο ποινικός έλεγχος της εν λόγω συμπεριφοράς είτε με βάση το άρ. 187 ΠΚ, ιδιαίτερα εφόσον αποδειχθεί ότι ο σκοπός της εγκληματικής δράσης των μελών του κατατείνει στο “να ποριστεί (η εγκληματική οργάνωση – κόμμα), αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος”, είτε, εφόσον δεν αποδειχθεί η συνδρομή του ανωτέρω σκοπού και η βίαιη εγκληματική συμπεριφορά των μελών του κόμματος κατατείνει λόγω πολιτικής ιδεολογίας και πεποιθήσεων σε άλλους σκοπούς και επιδιώξεις, με βάση άλλες πλέον πρόσφορες διατάξεις, έστω και αν η συσσωμάτωσή του εμφανίζει ομοιότητα προς τη δομή της εγκληματικής οργάνωσης του άρ. 187 του ΠΚ. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας πρέπει να απαλλαγούν, μεταξύ άλλων, και για τις αξιόποινες πράξεις της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και διεύθυνσης αυτής οι κατηγορούμενοι, αρχηγός (ιδρυτής) και μέλη πολιτικού κόμματος του Ελληνικού Κοινοβουλίου, επειδή α) σε κανέναν από αυτούς δεν αποδόθηκε κατηγορία περί συγκροτήσεως εγκληματικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα να μην είναι νοητή τέλεση της πράξης με την μορφή της ένταξης, αφού ο εντασσόμενος πρέπει να είναι το τέταρτο τουλάχιστον πρόσωπο που επιθυμεί να ενταχθεί στην εγκληματική οργάνωση και ταυτόχρονα οι ιθύνοντες (ιδρυτικά μέλη) να αποδέχονται και να επιθυμούν την ένταξη αυτή, β) στην αποδιδόμενη σε κάθε κατηγορούμενο κατηγορία της εντάξεως σε εγκληματική οργάνωση δεν διευκρινίζεται αν, πριν από την ένταξη, προϋπήρξε σύμπραξη-απόφαση τριών τουλάχιστον προσώπων (πότε και ποίων) για την συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης, ώστε, προϋφισταμένης αυτής, να ακολουθήσει και η ένταξη των κατηγορουμένων, γ) την ανωτέρω έλλειψη δεν αναπληρώνει ούτε η διατυπωθείσα στην κατηγορία αναφορά ότι «εντάχθηκε ως μέλος και συμμετείχε αδιαλείπτως στην εγκληματική οργάνωση […], η οποία αρχικά είχε ιδρυθεί από τον Ν.Μ. κατά τη δεκαετία του 1980 ως πολιτική οργάνωση και στην συνέχεια μετεξελίχθηκε σε πολιτικό κόμμα με την ίδια ονομασία», ούτε η αποδιδόμενη σε ορισμένους εκ των κατηγορουμένων κατηγορία για διεύθυνση της εν λόγω οργανώσεως, δ) δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης του άρ. 187 ΠΚ, διότι δεν αποδίδεται στους κατηγορουμένους το αναγκαίο και κρίσιμο (για την πλήρωσή της) στοιχείο της ένταξης στην δομημένη με τις προϋποθέσεις του άρ. 187 ΠΚ πολιτική οργάνωση – κόμμα και διάπραξης όσων τους αποδίδονται με σκοπό να προσπορίσουν σε αυτήν, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος, ε) περαιτέρω ερευνώμενη η προϋπόθεση αυτή και από ουσιαστική άποψη, ουδόλως προέκυψε ότι οι συγκεκριμένες εγκληματικές πράξεις που τέλεσαν μέλη του επίμαχου κόμματος, σκοπό είχαν να ποριστεί (η φερόμενη ως εγκληματική οργάνωση), αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος· αντίθετα, η ίδια η αποδοθείσα σε αυτούς κατηγορία εμπεριέχει ως δεδομένο ότι η περιγραφόμενη εγκληματική δράση αυτών στα πλαίσια του κόμματος είχε αποκλειστικά ιδεολογικά κίνητρα, λόγω της ναζιστικής πολιτικής θεωρίας και πρακτικής που το κόμμα αυτό υιοθετεί. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας είναι ανεπίτρεπτη η μεταβολή της κατηγορίας της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ) σε συμμορία (άρ. 187 παρ. 5 ΠΚ), αφού μόνον η μετατροπή της πράξης της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης σε συμμορία τυγχάνει, υπό προϋποθέσεις, επιτρεπτή, εν προκειμένω, όμως, δεν ασκήθηκε κατά των κατηγορουμένων ποινική δίωξη για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, αλλά για ένταξη και διεύθυνση αυτής, οπότε στα πραγματικά περιστατικά της αποδοθείσας σε αυτούς κατηγορίας, δεν περιλαμβάνεται το (αναγκαίο για την στοιχειοθέτηση της συμμορίας) γεγονός της συμφωνίας δύο τουλάχιστον προσώπων (ένωση) με σκοπό να διαπράξουν εγκλήματα.