Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Άρειος Πάγος (σε Ολομέλεια) 2/2008

Το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά απόφασης ποινικού δικαστηρίου ασκείται με δήλωση στον γραμματέα ή με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι με δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και αν για την κατάθεση του δικογράφου ο γραμματέας συνέταξε κάτω απ’ αυτό έκθεση για την κατάθεσή του. – Η αναίρεση στην ποινική δίκη με κατάθεση δικογράφου, αν ήθελε εκτιμηθεί ως έγγραφη δήλωση, είναι απαράδεκτη όταν δεν περιέχει όλα τα στοιχεία τα οποία θα περιείχε και η προφορική. – Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής απόφασης που ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα, διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου, με αυτοτελές δικόγραφο αναίρεσης, απευθυνόμενο προς το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (Ποινικό Τμήμα), στον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου, με σύνταξη σχετικής έκθεσης κατάθεσης και όχι με την κατ’ άρ. 474 παρ. 1 ΚΠΔ οριζόμενη δήλωση, αφού η αρίθμηση “τρία” στην προμετωπίδα την αιτήσεως αναιρέσεως από τον γραμματέα του Ειρηνοδικείου και η παρά πόδας αυτής, υπό την ένδειξη “Ο Γραμματέας”, δυσανάγνωστη μονογραφή, χωρίς την αναγραφή του ονοματεπωνύμου του, δεν μπορούν να προσδώσουν στο έγγραφο αυτό την μορφή της έγκυρης δηλώσεως-εκθέσεως αναιρέσεως, που συντάχθηκε σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου. – Οι επιβαλλόμενες διατυπώσεις από τον Έλληνα νομοθέτη για το παραδεκτό της ασκήσεως αναιρέσεως εγγυώνται την ασφάλεια δικαίου και την ορθή λειτουργία της Δικαιοσύνης, χωρίς να παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, με συνακόλουθο αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται το άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και τα άρ. 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. Β Συντ., αρκεί μόνον να μην πλήττεται το δικαίωμα προσφυγής  στο δικαστήριο στον ίδιο τον πυρήνα του. – Πρόσθετοι λόγοι που δεν ασκήθηκαν, κατ’ αρ. 509 παρ. 2 ΚΠΔ, εμπρόθεσμα ενώπιον του Τμήματος του Αρείου Πάγου, δεν μπορούν να ασκηθούν για πρώτη φορά ενώπιον της Ολομελείας. – Απορρίπτονται ως απαράδεκτοι οι κρινόμενοι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως.
Η παραπάνω απόφαση έχει δημοσιευθεί σε ΠοινΧρ 2008, 215.