Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Συμβούλιο Εφετών Αθηνών 2855/2011

Στοιχεία υπεξαίρεσης. – Έννοια “δόλου του δράστη” και “χρόνου τελέσεως” επί του ανωτέρω αδικήματος. – Πότε η υπεξαίρεση καθίσταται κακουργηματική. – Τελεί υπεξαίρεση κατά την παρ. 2 του άρ. 375 ΠΚ ο εντολοδόχος, όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα όσα έλαβε από τρίτους για λογαριασμό του τελευταίου στο πλαίσιο της σχετικής εντολής, όχι όμως και ο θεματοφύλακας για καθετί που περιήλθε στην κατοχή του εκ συμβάσεως παρακαταθήκης, ένεκα της μη αναφοράς της ιδιότητας του θεματοφύλακα μεταξύ των κατ’ άρ. 375 παρ. 2 ΠΚ περιοριστικώς αναφερομένων περιπτώσεων, εκτός εάν ο εντολοδόχος δεν αποδώσει, μετά την αφαίρεση της προμήθειάς του, τα εισπραχθέντα βάσει συμβάσεως παρακαταθήκης, οπότε θα εφαρμοσθούν και επ’ αυτού οι περί κακουργηματικής υπεξαιρέσεως διατάξεις, δεδομένου ότι σε αυτήν την περίπτωση η σύμβαση παρακαταθήκης είναι επικουρική έναντι της εντολής. – Η εξάλειψη του αξιοποίνου κατόπιν μερικής αποδόσεως του πράγματος, κατ’ άρ. 384 παρ. 1 ΠΚ, ισχύει τόσο επί πλημμεληματικής όσο και επί κακουργηματικής υπεξαιρέσεως. – Πότε ο υπαίτιος θεωρείται ότι εξετάσθηκε “με οποιονδήποτε τρόπο” από τις αρχές σύμφωνα με την ως άνω διάταξη. – Γίνεται εν μέρει δεκτή η έφεση του εκκαλούντος, νομίμου εκπροσώπου ΕΠΕ πρακτόρευσης αερομεταφορέων (διά της πωλήσεως εισιτηρίων και της διοργανώσεως ταξιδίων), κατά του βουλεύματος με το οποίο αυτός παραπέμφθηκε να δικασθεί για την πράξη της κατ’ εξακολούθησιν υπεξαίρεσης από εντολοδόχο, με αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας (άνω των 73.000 ευρώ), που φέρεται να τέλεσε εις βάρος της εγκαλούσας, αεροπορικής εταιρείας μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων, ένεκα της μη αποδόσεως των επί προμηθεία εισπραχθέντων, εκ της πωλήσεως αεροπορικών εισιτηρίων αυτής, που κατ’ εντολήν και για λογαριασμό της είχε αναλάβει στο πλαίσιο σχετικής συμβάσεως πρακτορείας, και συγκεκριμένα ένεκα της ιδιοποιήσεως, αφαιρουμένης της προμήθειάς του, εισπράξεων συνολικής αξίας 87.565,96 ευρώ (ήτοι για το μεν χρονικό διάστημα από 1.9.2008 έως 30.9.2008 ποσό 69.787,24 ευρώ, για το δε από 1.10.2008 έως 15.10.2008 ποσό 17.778,72 ευρώ), αφού ο κατηγορούμενος, πριν εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις αρχές, απέδωσε τμηματικά στην εγκαλούσα το ποσό των 4.290 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί κατά το μέρος αυτό το αξιόποινο της πράξεώς του, πρέπει δε να μεταρρυθμισθεί κατά το αντίστοιχο τμήμα το προσβαλλόμενο βούλευμα, διά της διορθώσεως του φερομένου ως υπεξαιρεθέντος υπό του κατηγορουμένου ποσού από τα 87.565,96 ευρώ στα 83.275, 96 ευρώ. – Απορρίπτεται κατά τα λοιπά η έφεση του κατηγορουμένου, αφού οι λοιπές χρηματικές καταβολές προς την εγκαλούσα έλαβαν χώρα μετά την εξέτασή του από τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο (πταισματοδίκη) στο πλαίσιο της διενεργηθείσης προκαταρκτικής εξέτασης, ως εκ τούτου δε δεν είναι εντεύθεν δυνατή η εφαρμογή του άρ. 384 παρ. 1 ΠΚ, ενώ περαιτέρω αφενός μεν ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι εκείνος, ως θεματοφύλακας, δεν δύναται να υπαχθεί στην διάταξη του άρ. 375 παρ. 2 ΠΚ αποκλείεται εξ αυτού μόνου του χαρακτήρος της συμβάσεώς του με την εγκαλούσα ως συμβάσεως εντολής, αφετέρου δε η επίκληση της πρόσκαιρης οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετώπιζε η εταιρεία που εκπροσωπούσε, λόγω της μη εισπράξεων απαιτήσεων από πελάτες της, δεν αίρει το γεγονός της υπ’ αυτού ιδιοποιήσεως των επίμαχων χρηματικών ποσών αλλά και της πρόθεσης ιδιοποιήσεώς τους.

Το ως άνω βούλευμα δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2012, 616.