Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Άρειος Πάγος 471/2011 (Ποιν.)

Η λήψη υπόψιν μη αναγνωσθέντος επ’ ακροατηρίω εγγράφου επάγεται απόλυτη ακυρότητα, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το επίμαχο αποδεικτικό μέσο. – Η ανάγνωση του εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από την ρητή μνεία του μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της απόφασης. – Η ακυρότητα αποτρέπεται αν το περιεχόμενο του μη αναγνωσθέντος επ’ ακροατηρίω εγγράφου προκύπτει από άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα ή από άλλα αποδεικτικά μέσα. – Το περιεχόμενο εκάστου εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, απαιτείται όμως να προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε κάθε φορά, τα δε στοιχεία αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε με τον πλήρη τίτλο του εγγράφου. – Η διάταξη του άρ. 31 παρ. 2 εδ. η΄ ΚΠΔ δεν απαγγέλλει μεν ακυρότητα, αλλά έχει θεσπισθεί προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για “δίκαιη δίκη”. – Δεν είναι επιτρεπτό να αξιολογηθούν εις βάρος του κατηγορουμένου όσα τυχόν επιβαρυντικά στοιχεία έχει καταθέσει κατά την ανώμοτη ή ένορκη εξέτασή του στην διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης. – Η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση εις βάρος του κατηγορουμένου της ένορκης προανακριτικής κατάθεσής του ως μάρτυρος επάγεται απόλυτη ακυρότητα. – Αναιρείται εν μέρει λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για πλαστογραφία, διότι α) δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα των ληφθέντων υπόψιν εγγράφων, εφόσον στην απόφαση αναφέρεται ότι αναγνώσθηκαν “Γνωμοδοτήσεις – Διατάξεις – Αναφορές”, και β) αναφέρεται ότι συνεκτιμήθηκαν η έκθεση γραφολογικής εξέτασης της ΕΛ.ΑΣ. και η προανακριτική κατάθεση του αναιρεσείοντος, χωρίς να περιλαμβάνονται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων και κατά παράβαση του άρ. 31 παρ. 2 του ΚΠΔ και του άρ. 6 της ΕΣΔΑ, όσον αφορά την δεύτερη.

Η ως άνω απόφαση δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2012, 250, με παρατηρήσεις Ι. Μοροζίνη.