Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Άρειος Πάγος 28/2012 (Ποιν.)

Στοιχεία παράβασης καθήκοντος. – Πότε συντρέχει ο κατ’ άρ. 259 ΠΚ σκοπός προσπορισμού παράνομου οφέλους ή βλάβης άλλου· πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ αυτού και της παράβασης του καθήκοντος. – Ως υπάλληλοι, οι οποίοι δύνανται να αποτελέσουν ενεργητικό υποκείμενο του ανωτέρω εγκλήματος, νοούνται και οι κρατικοί λειτουργοί, ειδικότερα δε οι δικαστικοί λειτουργοί. – Έννομο αγαθό του κατ’ άρ. 251 παρ. 1 ΠΚ αδικήματος της παραβίασης δικαστικού απορρήτου. – Έννοια “απορρήτων της διασκέψεως ή της ψηφοφορίας”· δεν συνιστούν τέτοια τα στοιχεία που δημοσιοποιούνται υποχρεωτικώς με την απόφαση, κατά την, αναγκαία για την τελείωσή της, δημοσίευση αυτής. – Στοιχεία υποκειμενικής υποστάσεως του ως άνω αδικήματος. – Στοιχεία ηθικής αυτουργίας. – Πότε υπάρχει ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας η οποία επάγεται την απόλυτη ακυρότητα του άρ. 171 αριθμ. 1 στοιχ. β΄ ΚΠΔ. – Αντίκειται στην αρχή της δίκαιης δίκης και της μη προσβολής των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (και ακολούθως δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα) η παραδοχή το πρώτον από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται της εφέσεως του κατηγορουμένου, πραγματικών περιστατικών που δεν περιέχονται στην κατηγορία για την οποία ασκήθηκε η εναντίον του ποινική δίωξη και για την οποία αυτός απολογήθηκε και καταδικάσθηκε, ή αφορούν την θεμελίωση άλλης πράξης για την οποία ο κατηγορούμενος έχει ήδη αθωωθεί. – Αναιρείται, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, εκ πλαγίου παραβίασης των άρ. 251 και 259 ΠΚ και απολύτου ακυρότητος, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία καταδικάσθηκαν για παραβίαση δικαστικού απορρήτου και παράβαση καθήκοντος η πρώτη κατηγορουμένη, δικαστική λειτουργός, και για ηθική αυτουργία στις ως άνω πράξεις οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων, μοναχοί, οι οποίοι φέρεται να έπεισαν την πρώτη κατηγορουμένη (με παραινέσεις, προτροπές, ιδιαίτερη πειθώ και φορτικότητα, και εκμεταλλευόμενοι το βαθύ και έντονο θρησκευτικό συναίσθημα αυτής), υπό την ιδιότητά της ως προέδρου της συνθέσεως πολυμελούς πρωτοδικείου, να τους γνωστοποιήσει, πριν από την δημοσίευση της σχετικής απόφασης, τον τρόπο ψηφοφορίας, τις διεργασίες του σχηματισμού της γνώμης των δικαστών, την ύπαρξη μειοψηφίας και το τελικό αποτέλεσμα της διάσκεψης αναφορικά με την ασκηθείσα υπ’ αυτών, ως εκπροσώπων Ιεράς Μονής, αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με αίτημα την αναγνώριση της κυριότητας 27.044,5 στρεμμάτων, τα μεν 25.000 περιμετρικά λίμνης, τα δε 2.044,5 επί τμημάτων χερσονήσου και νησίδων, και συγκεκριμένα να τους αποκαλύψει ότι η αγωγή έγινε κατά πλειοψηφίαν δεκτή μόνο καθ’ ο μέρος αφορούσε την αναγνώριση της κυριότητας επί της εκτάσεως των 2.044,5 στρεμμάτων, μειοψηφούσης της πρώτης κατηγορουμένης, η οποία είχε την γνώμη ότι αυτή θα έπρεπε να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή, επιπλέον δε οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων φέρονται να έπεισαν, μετερχόμενοι τους ίδιους τρόπους, την πρώτη κατηγορουμένη να καθυστερήσει αδικαιολόγητα την σύνταξη του σκεπτικού μειοψηφίας και εντεύθεν την δημοσίευση της απόφασης ως συνόλου για δύο και πλέον μήνες, διάστημα το οποίο εκμεταλλεύθηκαν, υποβάλλοντας αίτηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, διά της οποίας ζητούσαν να μην συναινέσει αυτό στην έκδοση απόφασης, προκειμένου να επέλθει φιλική συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί το Δημόσιο από την δίκη, γεγονός που δεν θα είχε επιτευχθεί εάν δημοσιευόταν η απόφαση, να ζημιωθεί δε αυτό περαιτέρω με αντίστοιχη ωφέλεια της Ιεράς Μονής, εκ της εν συνεχεία ανταλλαγής των 25.000 στρεμμάτων περιμετρικά της λίμνης με άλλες εκτάσεις· η ως άνω καταδίκη είναι αναιτιολόγητη, εσφαλμένη και πάσχει απόλυτη ακυρότητα, διότι α) αναφορικά με την πράξη της παραβίασης δικαστικού απορρήτου, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας που έλαβε χώρα και η γνώμη του μειοψηφούντος δικαστή δεν εντάσσονταν στην κατ’ άρ. 251 παρ. 1 ΠΚ έννοια του “απορρήτου”, αφού τέτοιου είδους στοιχεία περιλαμβάνονται στην απόφαση που πρόκειται να γνωστοποιηθεί, λαμβανομένης υπόψιν και της διατάξεως του άρ. 40 του Ν. 2172/1993, με την οποία κατέστη υποχρεωτική η καταχώριση της γνώμης της μειοψηφίας αλλά και των ονομάτων των δικαστών που μειοψήφησαν στις δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα, επιπλέον δε επήλθε απόλυτη ακυρότητα εκ της προσθήκης του στοιχείου της γνωστοποιήσεως “των διεργασιών σχηματισμού της γνώμης των δικαστών κατά την ως άνω διάσκεψη”, χωρίς να αναφέρεται σε τι συνίστανται οι εν λόγω διεργασίες, και β) ως προς την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, δεν διευκρινίζεται η ύπαρξη αιτιώδους σχέσεως ανάμεσα αφενός μεν στην παράβαση από την δικαστική λειτουργό του καθήκοντος δημοσιεύσεως της αποφάσεως, αφετέρου δε στην βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι η ανταλλαγή των επίμαχων εκτάσεων με άλλες εκτάσεις του Δημοσίου έγινε, όπως γίνεται δεκτό και στην προσβαλλομένη, διά μεταγενεστέρων και αυτοτελών πράξεων τρίτων, με τις οποίες απεκόπη ο όποιος αιτιώδης σύνδεσμος είχε θεμελιωθεί, επιπροσθέτως δε δεν παρατίθενται περιστατικά εκ των οποίων να συνάγεται το πρόσφορον της συμπεριφοράς της κατηγορουμένης να οδηγήσει στην βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και η γνώση εκ μέρους των κατηγορουμένων της προσφορότητας αυτής.

Η ως άνω απόφαση δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2012, 282, με παρατηρήσεις Ι. Παπανικολάου.