Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Άρειος Πάγος 1/2011 (Ποιν. - Ολομ.)

Η εκκρεμοδικία, καίτοι δεν προβλέπεται ρητώς στον ΚΠΔ, συνιστά αρνητική δικονομική προϋπόθεση, διά της οποίας κωλύεται η άσκηση δεύτερης ποινικής δίωξης κατά του ιδίου προσώπου για την ίδια πράξη, σκοπός δε της εν λόγω απαγόρευσης είναι αφενός μεν η αποφυγή του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αφετέρου δε η τήρηση της αρχής “ne bis in idem”. – Έννοια της αρχής “ne bis in idem”. – Πότε υπάρχει ταυτότητα πράξεως επί εκκρεμοδικίας. – Οι ως άνω τεθέντες διά του εσωτερικού δικαίου περιορισμοί στην νέα δίωξη του ιδίου προσώπου αφορούν αποφάσεις αποκλειστικώς και μόνον ημεδαπών δικαστηρίων, είναι επομένως δυνατή η άσκηση ποινικής δίωξης στην ημεδαπή παρά την ύπαρξη απόφασης αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου, υπό τους ειδικότερους, βεβαίως, περιορισμούς που προβλέπονται από τον νομοθέτη. – Κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρ. 8-10 ΠΚ, η ύπαρξη αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης στην αλλοδαπή (με ταυτόχρονη έκτιση ολόκληρης της ποινής) αποκλείει την άσκηση νέας ποινικής δίωξης στην ημεδαπή, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των αδικημάτων του άρ. 8 ΠΚ, στα οποία συγκαταλέγεται και το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων. – Οι σχετικές προβλέψεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της ύπαρξης αντίθετης σύμβασης, δεσμευτικής για τα συμβαλλόμενα κράτη. – Η κατοχυρωμένη (και) εκ των άρ. 14 παρ. 7 ΔΣΑΠΔ και 4 παρ. 1 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ αρχή “ne bis in idem” παράγει δεδικασμένο μόνο στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους και όχι στις τυχόν εκδοθείσες στην αλλοδαπή αποφάσεις. – Η Ελλάδα, σύμφωνα με ρητή επιφύλαξη που διετύπωσε με το άρθρο τρίτο του κυρωτικού της Σύμβασης Schengen Ν. 2514/1997, δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 της Σύμβασης όταν τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν αντικείμενο της αλλοδαπής απόφασης στοιχειοθετούν, μεταξύ άλλων, το αδίκημα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. – Η εν λόγω επιφύλαξη της Ελλάδος, όπως και κάθε άλλη αντίστοιχη άλλου κράτους της Ε.Ε., έχει απολέσει την ισχύ της μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισσαβόνας, ένεκα της αναγορεύσεως της αρχής “ne bis in idem” σε θεμελιώδες δικαίωμα, διά της κατοχυρώσεώς της στο άρ. 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., ο οποίος έχει το ίδιο κύρος με την ΣΕΕ· σε κάθε περίπτωση, οι προβλεπόμενοι από το εσωτερικό δίκαιο περιορισμοί στα εκ του Χάρτη θεσπισθέντα δικαιώματα πρέπει να υπαγορεύονται από την αρχή της αναλογικότητας, να επιβάλλονται δε μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ε.Ε., ανάμεσα στους οποίους πάντως δεν μπορεί να συγκαταλεγεί ο, σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους και τις ημέτερες αντιλήψεις, ποινικός κολασμός της πράξεως. – Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αρχή “ne bis in idem”, μετά την Συνθήκη της Λισσαβόνας, έχει αποκτήσει διακρατική ισχύ στον χώρο της Ε.Ε. – Αναιρείται λόγω παραβιάσεως του δεδικασμένου η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες για διαμετακόμιση και κατοχή ναρκωτικών ουσιών, και συγκεκριμένα 15.335 τόνων κάνναβης (από κοινού, με σκοπό την εμπορία, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από δράστες ιδιαιτέρως επικίνδυνους), διότι για την ίδια ποσότητα ναρκωτικών οι ως άνω αναιρεσείοντες είχαν προηγουμένως καταδικασθεί σε κάθειρξη (πέντε ετών και τεσσάρων μηνών) και τους είχε επιβληθεί πρόστιμο (30.000 ευρώ) με απόφαση του Εφετείου της Ρώμης, έστω και αν οι αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις έφεραν διάφορο νομικό χαρακτηρισμό (“παράνομη αγορά, κατοχή, διακίνηση και εισαγωγή στην Ιταλία ναρκωτικών ουσιών”). – Κηρύσσεται απαράδεκτη η κατά των αναιρεσειόντων ποινική δίωξη κατ’ άρ. 517 παρ. 1 ΚΠΔ. – Αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής του επεκτατικού αποτελέσματος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι, μεταξύ άλλων, η έκδοση αποφάσεως δικαστηρίου της ουσίας, δυσμενούς για τον δυνάμενο να ωφεληθεί από την ευδοκίμηση του ασκηθέντος ενδίκου μέσου. – Επεκτείνεται το αναιρετικό αποτέλεσμα και στον μη ασκήσαντα αίτηση αναιρέσεως αλλά συγκαταδικασθέντα, και ήδη παρεμβάντα, συγκατηγορούμενο των ανωτέρω κατηγορουμένων.

Η ως άνω απόφαση δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2011, 500, με εισαγγελική αγόρευση Ι. Τέντε και παρατηρήσεις Η. Αναγνωστόπουλου.