Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Συμβούλιο Αρείου Πάγου 1/2017 (Ολομέλεια)

Απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας λόγω μη νόμιμης λήψης βιολογικού υλικού του κατηγορουμένου για τον προσδιορισμό γενετικού τύπου (εξέταση DNA) (άρ. 171 αριθμ. 1 στοιχ. δ΄, 200Α παρ. 1, 204-208 ΚΠΔ): Ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκεί, χωρίς βλάβη των δικαιωμάτων των διαδίκων, αναίρεση υπέρ του νόμου κατά βουλευμάτων για οποιονδήποτε σχετικό με την παράβαση των διατάξεων της προδικασίας λόγο. – Νομική φύση και δικαιολογητικός λόγος της αναίρεσης υπέρ του νόμου. – Πότε επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρ. 171 αριθμ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ στην προδικασία. – Χρόνος προβολής της ως άνω ακυρότητας και αρμοδιότητα προς κήρυξή της. – Η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας, προκειμένου να μην καλυφθεί και να είναι δυνατή η αυτεπάγγελτη λήψη της υπόψιν, πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αρμόδιο δε για την εξέτασή της μέχρι αυτό το σημείο της διαδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο. – Πραγματογνωμοσύνη. – Υποχρέωση του διορίζοντος πραγματογνώμονες προς ανακοίνωση των ονοματεπωνύμων τους στον εισαγγελέα και στους διαδίκους και εξαιρέσεις από αυτήν (άρ. 192 ΚΠΔ). – Ανάλυση DNA (άρ. 200Α ΚΠΔ). – Από την ρητή και μη διακρίνουσα μεταξύ των δύο σταδίων της διαδικασίας της πραγματογνωμοσύνης για την ανάλυση DNA διάταξη του άρ. 200Α παρ. 1 ΚΠΔ, ως αυτή ισχύει μετά την θέση σε ισχύ του Ν. 4322/2015, έπεται ότι τα άρ. 204-208 ΚΠΔ, περί διορισμού και παρουσίας τεχνικού συμβούλου του κατηγορουμένου κατά την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, εφαρμόζονται, επί ποινή απολύτου ακυρότητος της τελευταίας (άρ. 171 αριθμ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ), τόσο κατά την λήψη όσο και κατά την ανάλυση του γενετικού υλικού. – Η έγκυρη διενέργεια της ανάλυσης DNA προϋποθέτει την έγκυρη και σύμφωνη με τους κανόνες της επιστήμης και τις διατυπώσεις και τους κανόνες του ΚΠΔ διενέργεια της λήψης του, ανεξαρτήτως του αν η πραγματογνωμοσύνη ανατίθεται σε ειδικώς από τον νόμο καθιδρυμένο εργαστήριο ή του είδους και της πολυπλοκότητας αυτής, αφού σε κάθε περίπτωση υφίσταται ανάγκη αυξημένης προστασίας των εκ του γενετικού υλικού προερχόμενων ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του κατηγορουμένου (άρ. 2 εδ. α΄ Ν. 2472/1997), η δε επίκληση της επιταγής προς ταχεία διερεύνηση της υπόθεσης και αποκάλυψη του δράστη δεν αναιρεί την μείζονος σημασίας επιταγή προς προστασία των εκ του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι η προσφορότητα της ανάλυσης DNA δεν επηρεάζεται από την πάροδο του χρόνου. – Ορθώς το συμβούλιο πλημμελειοδικών ακύρωσε την λήψη βιολογικού υλικού από τον κατηγορούμενο προς εξέταση DNA, διατάσσοντας συγχρόνως την καταστροφή του συλλεγέντος δείγματος και την επανάληψη της λήψης, διότι αυτή πραγματοποιήθηκε πριν την παρέλευση της ταχθείσας στον κατηγορούμενο προθεσμίας για διορισμό τεχνικού συμβούλου, ο οποίος θα παρίστατο στην διενεργούμενη ανακριτική πράξη της πραγματογνωμοσύνης του άρ. 200Α ΚΠΔ, με αποτέλεσμα να παραβιασθούν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα (άρ. 171 αριθμ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ). – Κατά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, ως πραγματογνωμοσύνη νοείται αποκλειστικώς η επί μέρους ανακριτική πράξη της ανάλυσης DNA, και όχι αυτή της λήψης του, αφού ειδικές γνώσεις βιολογίας και βιοχημείας απαιτούνται μόνον για την πρώτη, εν αντιθέσει προς την απλούστατη διαδικασία της δεύτερης, υπ’ αντίθετη δε εκδοχή θα καταλυόταν εν τοις πράγμασι το δικαίωμα των διενεργούντων αυτεπάγγελτη προανάκριση (άρ. 243 παρ. 2 ΚΠΔ) προανακριτικών υπαλλήλων να λαμβάνουν γενετικό υλικό του υπόπτου στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας.


Η απόφαση δημοσιεύεται σε Ποινικά Χρονικά 2017, 605.