Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Συμβούλιο Εφετών Αθηνών 349/2015

Νομιμοποίηση εσόδων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα με κατοχή χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό από ανήλικο (Ν. 2331/1995, ως έχει μετά την αντικατάστασή του από τον Ν. 3424/2005): Ερμηνεία των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης “κατοχή” και “χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα” του εγκλήματος του Ν. 2331/1995 (όπως αυτός ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του από τον Ν. 3424/2005). – Μόνη η αδυναμία του κατηγορουμένου για νομιμοποίηση εσόδων να δικαιολογήσει την κατοχή ή την κατάθεση στο όνομά του από άγνωστο καταθέτη συγκεκριμένου χρηματικού ποσού δεν θεωρείται στοιχείο ικανό, κατ’ αντικειμενική κρίση, να θεμελιώσει επαρκείς ενδείξεις για προέλευση του σχετικού ποσού από εγκληματική δραστηριότητα και να προκαλέσει αντίστοιχη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. – Ως “κατοχή”, κατά την έννοια του Ν. 2331/1995, δεν θεωρείται μόνο η σχέση φυσικής εξουσίασης του πράγματος από τον κατέχοντα κατά την βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά την βούλησή του, όπως ακριβώς και στο έγκλημα της υπεξαιρέσεως (άρ. 375 ΠΚ). – Η κατάθεση χρημάτων από τον δράστη νομιμοποίησης εσόδων σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου την ενοχή του συνδικαιούχου για νομιμοποίηση, επειδή ο κοινός λογαριασμός είναι δυνατόν να ανοιχθεί μόνο από ένα πρόσωπο και στο όνομα άλλου, ενώ χρήση του μπορεί να γίνει από όλους τους συνδικαιούχους χωρίς την σύμπραξη των άλλων. – Ο ανήλικος συνδικαιούχος δεν έχει εξουσία διαθέσεως των χρημάτων που είναι κατατεθειμένα στον κοινό λογαριασμό, δεν μπορεί, δηλαδή, να προβεί τόσο σε ανάληψη (που συνεπάγεται απόσβεση της απαίτησής του βάσει της σύμβασης ανώμαλης παρακαταθήκης προς την Τράπεζα) όσο και σε οποιαδήποτε άλλη δικαιοπραξία προς τραπεζικό ίδρυμα, αφού δεν αποκτά από αυτές απλώς και μόνο έννομο όφελος (άρ. 134, 830 επ. ΑΚ)· ως εκ τούτου, αποκλείεται η πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του άρ. 1 στοιχ. β΄ του Ν. 2331/1995 επί ανηλίκου, διότι ο ανήλικος δεν έχει εξουσία διαθέσεως του κοινού λογαριασμού με ενήλικο συνδικαιούχο, περαιτέρω δε δυνατότητα χρήσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, λόγω της περιορισμένης δικαιοπρακτικής του ικανότητας. – Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων είναι υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο. – Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασής του απαιτείται, στην απόκτηση και κατοχή περιουσίας, γνώση (άμεσος δόλος β΄ βαθμού) κατά τον χρόνο της κτήσης της ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες και, στην χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, επιδίωξη (άμεσος δόλος α΄ βαθμού) του δράστη να προσδώσει νομιμοφάνεια στα έσοδα που εν γνώσει του προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες. – Αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποίησης μόνο στην περίπτωση της νομιμοποίησης προς τον σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, διότι ο νομοθέτης αναφέρεται προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρ. 1 του Ν. 2331/1995, στην περίπτωση δε αυτή, αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του εγκλήματος της νομιμοποίησης· στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρ. 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα. – Εφαρμόζεται, εν προκειμένω, η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο ουσιαστική ποινική διάταξη του Ν. 2331/1995, όπως αυτός ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του από τον Ν. 3424/2005, αντί εκείνης του Ν. 3691/2008, αφού ο νομοθέτης με την τελευταία, θεωρώντας για πρώτη φορά την απλή και μόνο κατάθεση σε τράπεζα του προϊόντος ενός εγκλήματος (εφόσον αποδεικνύεται και η συνδρομή του σκοπού πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα έσοδα αυτά) ως αυτοτελή πράξη νομιμοποιήσεως εσόδων, την καθιστά στο σύνολό της δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο. – Το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα (άρ. 98 παρ. 1 ΠΚ) συνιστά ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψιν το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στο πλαίσιο της ποινής του οικείου εγκλήματος, οι επιμέρους όμως πράξεις διατηρούν την αυτοτέλειά τους ως προς την παραγραφή. – Όταν στο πρωτόδικο βούλευμα υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν δημιουργούν ακυρότητα, το Συμβούλιο Εφετών, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση μετά από άσκηση έφεσης, υποχρεούται, αν δεν απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, να διατάξει την διόρθωση ή συμπλήρωση του βουλεύματος και, στην συνέχεια, το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών επικυρώνεται ως προς τις λοιπές διατάξεις του (άρ. 145, 317, 318 ΚΠΔ). – Το Συμβούλιο Εφετών δύναται, απορρίπτοντας την έφεση κατ’ ουσίαν, να προσδώσει τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό στην πράξη, να παραλλάξει τον τρόπο συμμετοχής, να προσθέσει πραγματικά περιστατικά στην κατηγορία, να διορθώσει και να συμπληρώσει το πρωτοβάθμιο βούλευμα σε όσα σημεία εντοπίζει σφάλματα από προφανή παραδρομή, ασάφειες ή ελλείψεις, καθώς και να επαναδιατυπώσει το διατακτικό, όχι όμως να μεταβάλει την κατηγορία και να αποφανθεί για πράξη για την οποία δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη· η αναθεώρηση της κατηγορίας μπορεί να αναφέρεται και στην συμπλήρωση του διατακτικού του πρωτοδίκου βουλεύματος, στο οποίο πρέπει να περιέχονται όλα τα στοιχεία που προβλέπονται στον νόμο, όπως και στην περίπτωση της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, μεταξύ των οποίων και ο ακριβής καθορισμός της πράξης για την οποίαν κατηγορείται ο κατηγορούμενος. – Γίνεται δεκτή η έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως και περιέχει είτε ισχυρισμό περί απολύτου ακυρότητος της προδικασίας, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρ. 171 αριθμ. 1 ΚΠΔ και είναι συμβατοί με την ποινική προδικασία, είτε ισχυρισμό περί εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής (ευθείας ή εκ πλαγίου) ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.


Το βούλευμα δημοσιεύεται στα Ποινικά Χρονικά 2016, 219.