Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
MΟΔΑθ 716, 752, 753, 754/2014

Κατά πλειοψηφία καταδίκη για θανατηφόρα έκθεση τελεσθείσα διά παραλείψεως (άρ. 306 παρ. 1 και 2 στοιχ. β΄ σε συνδ. με άρ. 15 ΠΚ), κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία (άρ. 299 παρ. 1 σε συνδ. με άρ. 45 ΠΚ), του κατηγορουμένου (Αλβανού υπηκόου), ο οποίος άφησε αβοήθητη εντός του διαμερίσματός του την παθούσα-σύνοικό του, αμέσως μετά τον βάναυσο ξυλοδαρμό που αυτή υπέστη από τον μνηστήρα της – αδελφό του κατηγορουμένου. Φύση εκκρεμοδικίας. – Περιεχόμενο αρχής “ne bis in idem” και διατάξεις του εθνικού και διεθνούς δικαίου στις οποίες αποτυπώνεται. – Πότε συντρέχει “ταυτότητα της πράξης” κατά την έννοια του άρ. 57 ΚΠΔ. – Ελλείψει διαφορετικής ειδικής διακρατικής συμβατικής ρύθμισης επί του θέματος, η ύπαρξη απόφασης αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου, με την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετακλήτως ή καταδικάσθηκε και εξέτισε την ποινή του, εμποδίζει την άσκηση νέας ποινικής δίωξης κατ’ αυτού για την ίδια πράξη (άρ. 9 παρ. 1 ΠΚ), εκτός εάν, επί αλλοδαπής καταδικαστικής απόφασης, δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή ή εάν η ασκηθείσα στην ημεδαπή ποινική δίωξη αφορά κάποιο από τα παρατιθέμενα στο άρ. 8 ΠΚ εγκλήματα (άρ. 9 παρ. 2 ΠΚ), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται (υπό στοιχ. θ΄) και το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών ουσιών. – Από την διατύπωση της διάταξης του άρ. 14 παρ. 7 ΔΣΑΠΔ, η οποία αναπτύσσει έννομη ισχύ αποκλειστικώς και μόνον στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλόμενου κράτους, συνάγεται σαφώς ότι οι αποφάσεις των αλλοδαπών ποινικών δικαστηρίων, εν αντιθέσει προς τα ισχύοντα για τις αντίστοιχες αποφάσεις των ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων, δεν παράγουν δεδικασμένο ή έτερη, ανάλογης υφής, δέσμευση. – Το άρ. 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) ανάγει την αρχή “ne bis in idem” σε θεμελιώδες δικαίωμα· η εφαρμογή της εν λόγω αρχής στο έδαφος ολόκληρης της Ένωσης δεν προϋποθέτει την προηγούμενη θέσπιση εκτελεστικών κανόνων και διαδικασιών, κατά την έννοια του άρ. 82 παρ. 1 στοιχ. α΄ της ΣΛΕΕ, αφού η διάταξη του άρ. 50 του ΧΘΔΕΕ είναι σαφής, πλήρης και αμέσως εφαρμοστέα. – Ενόψει της διατύπωσης της διάταξης του άρ. 50 του ΧΘΔΕΕ, οι όποιες, τυχόν γενόμενες κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρ. 55 της Σύμβασης για την Εφαρμογή της Συμφωνίας Σένγκεν (ΣΕΣΣ), δηλώσεις-επιφυλάξεις εκ μέρους των κρατών-μελών της ΕΕ, όπως, μεταξύ άλλων, η γενομένη από την Ελλάδα με το άρθρο τρίτο του κυρωτικού της ΣΕΣΣ Ν. 2514/1997, έπαψαν να ισχύουν. – Απορρίπτεται ως αβάσιμη τόσο η προβληθείσα από τον κατηγορούμενο ένσταση περί υπάρξεως δεδικασμένου από αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου της Αλβανίας (Εφετείου της Αυλώνας) για την ίδια πράξη για την οποία έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη εις βάρος του στην ημεδαπή, διότι αφενός μεν η Αλβανία δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, με αποτέλεσμα η διάταξη του άρ. 54 της ΣΕΣΣ (την οποία επικαλείται ο κατηγορούμενος) να μην μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, αφετέρου δε οι διατάξεις των άρ. 57 ΚΠΔ και άρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (τις οποίες, ομοίως, επικαλείται ο κατηγορούμενος) ισχύουν αποκλειστικώς στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως και καταλαμβάνουν μόνον αποφάσεις ημεδαπών (και όχι αλλοδαπών) ποινικών δικαστηρίων, όσο και η προταθείσα από τον ίδιο (τον κατηγορούμενο) ένσταση περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αναφορικώς με την παρούσα υπόθεση, αφού αφενός μεν η εκδικαζομένη από αυτό αξιόποινη πράξη φέρεται τελεσθείσα στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας από αλλοδαπό (άρ. 5 παρ. 1 ΠΚ), αφετέρου δε η διάταξη του άρ. 47 της κυρωθείσης διά του Ν. 2311/1995 Σύμβασης δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας (την οποία επικαλείται ο κατηγορούμενος) περί υποχρεωτικής ασκήσεως ποινικής δίωξης από κάποιο από τα συμβαλλόμενα κράτη κατά υπηκόου του για έγκλημα που τελέσθηκε στο έδαφος του έτερου συμβαλλόμενου κράτους, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο να παραμείνει ατιμώρητος για το ως άνω έγκλημα ο δράστης που, αμέσως μετά την διάπραξή του, επανήλθε στην χώρα καταγωγής του, εάν, τελικώς, για οποιονδήποτε λόγο δεν εκδοθεί στο συμβαλλόμενο κράτος, στο έδαφος του οποίου τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να ερμηνευθεί ως επιτρέπουσα σε οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη να απεκδυθεί της δικαιοδοσίας (και της αρμοδιότητάς) του για εκδίκαση εγκλημάτων, τελεσθέντων στο έδαφός του, από υπηκόους του έτερου συμβαλλόμενου κράτους. – Κηρύσσεται, κατά πλειοψηφία, ένοχος ο κατηγορούμενος, υπήκοος Αλβανίας, για θανατηφόρα έκθεση τελεσθείσα διά παραλείψεως (άρ. 306 παρ. 1 και 2 στοιχ. β΄ σε συνδ. με άρ. 15 ΠΚ), κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία (άρ. 299 παρ. 1 ΠΚ σε συνδ. με άρ. 45 ΠΚ), αφού αφενός μεν απεδείχθη ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος όχι μόνον άφησε αβοήθητο το θύμα (ομοίως υπήκοο Αλβανίας), το οποίο είχε προηγουμένως υποστεί βαρύτατο ξυλοδαρμό από τον αδελφό του (και μνηστήρα της παθούσας), παρά το γεγονός ότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, απορρέουσα από την μεταξύ αυτού και του θύματος σχέση συγκατοίκησης εντός του ιδίου διαμερίσματος (όπου ο ίδιος συμβίωνε με άλλα τέσσερα άτομα), να αποτρέψει τον κίνδυνο για την σωματική ακεραιότητά του, κίνδυνο τον οποίο σαφώς γνώριζε, εάν ληφθεί υπόψιν ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν το μόνο, ευρισκόμενο εντός του διαμερίσματος (όπου διεπράχθη ο ως άνω βαρύτατος ξυλοδαρμός) πρόσωπο που μπορούσε να παράσχει στο θύμα αποτελεσματική βοήθεια, καθώς ομιλούσε την ελληνική γλώσσα και ήταν σε θέση να ειδοποιήσει εγκαίρως τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, ώστε να αποτραπεί η διάπραξη του βαρύτατου ξυλοδαρμού της παθούσας, αλλά, επιπροσθέτως, παρέμεινε εντελώς απαθής καθ’ όλη την διάρκεια του ξυλοδαρμού αυτής, ενώ μετά την ολοκλήρωση της ως άνω πράξης, εγκατέλειψε την οικία – τόπο τέλεσης του εγκλήματος, παραλείποντας την παροχή οποιασδήποτε βοήθειας προς την (ευρισκόμενη σε άμεσο κίνδυνο) παθούσα, έστω διά της αμέσου διακομιδής της σε νοσοκομείο, με συνέπεια να επέλθει, τελικώς, ο θάνατος αυτής τις πρώτες πρωινές ώρες της αμέσως επόμενης ημέρας (αποτέλεσμα το οποίο θα είχε αποφευχθεί, εάν ο κατηγορούμενος είχε μεριμνήσει εγκαίρως για την παροχή βοήθειας στην παθούσα, ειδοποιώντας την αστυνομία, αμέσως μετά την έναρξη του περιστατικού του βαρέως ξυλοδαρμού αυτής από τον αδελφό του), αφετέρου δε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος συμμετείχε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο (ως συναυτουργός, ως συνεργός, άμεσος ή απλός, ή ως ηθικός αυτουργός) είτε σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (άρ. 299 παρ. 1 ΠΚ), είτε σε θανατηφόρα σωματική βλάβη (άρ. 311 ΠΚ) εις βάρος του θύματος. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας (δύο μελών του δικαστηρίου), ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της (αρχικώς) αποδιδόμενης σε αυτόν κατηγορίας για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία (άρ. 299 παρ. 1 σε συνδ. με άρ. 45 ΠΚ), δίχως, όμως, να συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση επιτρεπτής μεταβολής της ως άνω κατηγορίας σε θανατηφόρα έκθεση διά παραλείψεως τελεσθείσα (άρ. 306 παρ. 1 και 2 στοιχ. β΄ σε συνδ. με άρ. 15 ΠΚ), αφού από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ουδόλως προέκυψε ούτε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε, κατά συναυτουργία με την μνηστή και τον αδελφό του, την πράξη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση ή ότι παρείχε οποιαδήποτε μορφής συνδρομή (πριν ή) κατά την τέλεση της ως άνω κυρίας άδικης πράξης ή ότι παρότρυνε τον αδελφό του να τελέσει την πράξη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, αλλά ούτε και ότι εξέθεσε το θύμα του ξυλοδαρμού, καθιστώντας το αβοήθητο ή ότι άφησε αβοήθητο πρόσωπο που είχε υπό την προστασία του ή που είχε υποχρέωση να διατρέφει και να περιθάλπει ή να μεταφέρει ή που ο ίδιος είχε τραυματίσει υπαιτίως, ιδίως εάν ληφθεί υπόψιν αφ’ ενός ότι ο τελευταίος απλώς συγκατοικούσε με την θανούσα – μνηστή του αδελφού του στο ίδιο διαμέρισμα, αφ’ ετέρου ότι εξέλαβε μεν το όλο συμβάν του βαρύτατου ξυλοδαρμού της ως μια ακόμη (συνηθισμένη) πράξη βιαιότητας του αδελφού του εις βάρος της παθούσας-μνηστής του τελευταίου, συγχρόνως δε, αποδοκιμάζοντας εμφανώς την βίαιη συμπεριφορά του αδελφού του, προσδοκούσε ότι οι λοιποί σύνοικοί του θα προσέφεραν, ούτως ή άλλως, την αναγκαία βοήθεια στην παθούσα.


Η απόφαση δημοσιεύεται σε ΠοινΧρ 2015, 604.