Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
ΤρΕφΚακΑθ 1854/2015

Έγκλημα κατ’ εξακολούθησιν. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου στο έγκλημα της κοινής απιστίας (άρ. 390 ΠΚ). Οριστική παύση της ποινικής δίωξης για απιστία κατ’ εξακολούθησιν με προκληθείσα ζημία άνω των 15.000 ευρώ λόγω οριστικής εξάλειψης του αξιοποίνου συνεπεία παραγραφής: Από την διάταξη του άρ. 98 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει η αρχή της αυτοτέλειας των μερικότερων πράξεων που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθησιν έγκλημα ως μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής αξιοποίνων πράξεων· κατά συνέπεια, κάθε μερικότερη πράξη του κατ’ εξακολούθησιν εγκλήματος υπόκειται σε αυτοτελή παραγραφή, της οποίας η προθεσμία άρχεται από τον ακριβή χρόνο τέλεσής της. – Η διάταξη του άρ. 15 του Ν. 3242/2004, με την οποία θεσπίστηκε δυσμενέστερη ποινική μεταχείριση για τον δράστη του εγκλήματος της κοινής απιστίας με την στοιχειοθέτηση, για την περίπτωση πρόκλησης ζημίας άνω των 15.000 ευρώ (και ήδη, με βάση το άρ. 25 παρ. 2 στοιχ. ε΄ του Ν. 4055/2012, 30.000 ευρώ), κακουργηματικής μορφής του περί ου πρόκειται εγκλήματος, καταλαμβάνει, από το σύνολο των μερικότερων πράξεων ενός κατ’ εξακολούθησιν εγκλήματος κοινής απιστίας, μόνον όσες έχουν τελεσθεί μετά την έναρξη ισχύος τού ως άνω νόμου, εφόσον η εξ αυτών προκληθείσα περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 (και ήδη 30.000) ευρώ. – Γίνεται δεκτή η υποβληθείσα από τον κατηγορούμενο, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο ανώνυμης εταιρείας, ένσταση περί εξαλείψεως του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής, των περισσοτέρων από τις επιμέρους πράξεις που συγκροτούν το εκδικαζόμενο έγκλημα απιστίας κατ’ εξακολούθησιν και μεταβολής του χαρακτήρα των λοιπών μερικότερων πράξεών του από κακούργημα σε πλημμέλημα, αφού τα προελθόντα εξ αυτών των τελευταίων (μερικότερων πράξεων) ποσά περιουσιακής ζημίας, αθροιζόμενα, δεν υπερβαίνουν συνολικώς τα 15.000 (και ήδη 30.000) ευρώ, γι’ αυτό και παύει οριστικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατ’ αυτού για κοινή απιστία, τελεσθείσα εις βάρος της ως άνω ανώνυμης εταιρείας, κατ’ εξακολούθησιν, εκ της οποίας η προκληθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, αφού, από τις δεκαεπτά συνολικώς αποδιδόμενες σε αυτόν μερικότερες πράξεις (κοινής απιστίας) που διεπράχθησαν κατά το χρονικό διάστημα μιας πενταετίας (2000-2005) και συνδέονται μεταξύ τους μόνον καθ’ όσον αφορά την ιδιότητα του δράστη αυτών ως νομίμου εκπροσώπου της παθούσας εταιρείας, διατηρώντας κατά τα λοιπά την αυτοτέλειά τους, οι μεν δεκαπέντε φέρονται τελεσθείσες προ της 24.5.2004 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν. 3242/2004), δηλαδή διατηρούν τον πλημμεληματικό τους χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, έχουν ήδη παραγραφεί, οι δε λοιπές δύο μερικότερες πράξεις κοινής απιστίας, μολονότι φέρονται διαπραχθείσες μετά την 24.5.2004 και, άρα καταλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, από την (δυσμενέστερη για τον ως άνω κατηγορούμενο) διάταξη του άρ. 390 ΠΚ εδ. β΄ ΠΚ (όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρ. 15 του Ν. 3242/2004), εντούτοις, δεν παύουν και αυτές να διατηρούν τον (αρχικό) πλημμεληματικό τους χαρακτήρα και κατά συνέπεια έχουν, ομοίως, ήδη παραγραφεί, εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε εις βάρος της παθούσας ανωνύμου εταιρείας εκ μόνων των δύο ως άνω μερικότερων πράξεων κοινής απιστίας (4.600,91 και 193,00 ευρώ, αντιστοίχως) δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000 (και ήδη 30.000) ευρώ που απαιτεί η νεότερη διάταξη του άρ. 390 εδ. β΄ ΠΚ για την τιμώρηση του δράστη σε βαθμό κακουργήματος.


Η ως άνω απόφαση δημοσιεύεται σε ΠοινΧρ 2015, 540