Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
ΟλΑΠ 2/2014 (Ποιν.)

Επιδόσεις: Στην έννοια της “δίκαιης δίκης” περιλαμβάνεται τόσο το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο όσο και το δικαίωμα του προσώπου να τύχει ακροάσεως σχετικά με την υπόθεσή του· το τελευταίο ειδικότερο δικαίωμα κατοχυρώνεται ομοίως από τις διατάξεις των άρ. 2 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 20 παρ. 1 Συντ. – Τα κράτη υποχρεούνται μεν να εξασφαλίζουν στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, ο κοινός νομοθέτης όμως δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον καταδικαστικής απόφασης, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετρες σε τέτοιο σημείο, ώστε να αναιρείται η ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο. – Δεν ιδρύεται (κατ’ αρχήν) λόγος αναιρέσεως ένεκα της παραβιάσεως του άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, εκτός εάν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια, υπαγομένη στους προβλεπόμενους από την διάταξη του άρ. 510 παρ. 1 ΚΠΔ λόγους. – Έννοια “υπερβάσεως εξουσίας”. – Κατά της απόφασης με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο είναι επιτρεπτή η άσκηση αναιρέσεως για όλους τους λόγους του άρ. 510 ΚΠΔ, εφόσον αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως επί του απαραδέκτου. – Πότε υπάρχει αιτιολογία στην απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως, ιδίως όταν προβάλλεται λόγος ακυρότητας και αδυναμία γνώσεως της επίδοσης, όπως το ότι η επίδοση εσφαλμένως ενεργήθηκε με την διαδικασία των επιδόσεων σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής. – Πότε ένα πρόσωπο θεωρείται “αγνώστου διαμονής”. – Ως “τόπος κατοικίας”, κατ’ άρ. 273 παρ. 1 ΚΠΔ, νοείται είτε ο δηλωθείς κατά την διενεργηθείσα προανάκριση τόπος είτε ο αναφερόμενος στην μήνυση ή την έγκληση, εφόσον δεν διεξήχθη προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε σε αυτήν· στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν δύναται να θεωρηθεί ως αγνώστου διαμονής εκ μόνου του λόγου ότι δεν ανευρέθη στην αναγραφόμενη στην μήνυση ή στην έγκληση κατοικία, διότι ενδέχεται η επίμαχη διεύθυνση να είναι εσφαλμένη, με αποτέλεσμα να αγνοεί την εις βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παράβασιν της αρχής της δίκαιης δίκης. – Ακολούθως, εφόσον με την έφεση προβάλλεται ο ισχυρισμός περί ακυρότητος της επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής, επειδή ο κατηγορούμενος διέμενε σε ορισμένο τόπο και σε διεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, το εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ’ ουσίαν τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία, και όχι μόνο το οικείο αποδεικτικό επιδόσεως, εκδοχή η οποία συνάδει και με την μέχρι τούδε νομολογία του ΕΔΔΑ. – Είναι βάσιμοι, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας, οι παραπεμφθέντες στην παρούσα Ολομέλεια, ως σχετιζόμενοι με ζήτημα εξαιρετικής σημασίας που παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον, λόγοι αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας, ελλείψεως αιτιολογίας (κατά το ένα σκέλος του) και απολύτου ακυρότητος εκ της παραβιάσεως του άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, διότι το δικαστήριο, αναιτιολόγητα και χωρίς να συνεκτιμηθούν τα προσκομισθέντα από τον κατηγορούμενο αποδεικτικά μέσα, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την έφεσή του, θεωρώντας ότι εγκύρως επιδόθηκε σε αυτόν η εκκαλουμένη με την διαδικασία των επιδόσεων σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής, ένεκα του ότι δεν προέκυπτε ότι είχε δηλώσει οποιαδήποτε μεταβολή της κατοικίας του στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, αφού από καμία παραδοχή δεν συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την εις βάρος του άσκηση της ποινικής δίωξης ή την έκδοση καταδικαστικής απόφασης, και συνακόλουθα την υποχρέωση να προβεί σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στην εν λόγω εισαγγελική αρχή. – Παραπέμπεται η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό της εφέσεως του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, ζήτημα επί του οποίου δεν έχει δικαιοδοσία να κρίνει ο Άρειος Πάγος. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας, η αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί, αφού ορθώς και εγκύρως επεδόθη η καταδικαστική απόφαση στον κατηγορούμενο ως πρόσωπο αγνώστου διαμονής, και ακολούθως απερρίφθη η έφεσή του ως εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι αυτός, καίτοι γνώριζε αφενός μεν την εκκρεμούσα εις βάρος του ποινική διαδικασία, ένεκα των διαδοχικών (πέντε) εμφανίσεών του στο ακροατήριο, επί αναβλητικών δικασίμων, αφετέρου δε το γεγονός ότι η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών αγνοούσε την νέα του διεύθυνση, δεν προέβη στην αναγκαία γνωστοποίηση αυτής στην ως άνω Εισαγγελία, η επελθούσα δε εν προκειμένω δικονομική βλάβη, ως οφειλόμενη σε δικές του παραλείψεις και όχι σε παραλείψεις της εισαγγελίας ή του δικαστηρίου, δεν μπορεί να προταθεί από αυτόν (άρ. 173 παρ. 3 ΚΠΔ), ούτε να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου.


Η ως άνω απόφαση δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2014, 277