Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαρίσης 445/2012

Ακύρως διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη κατά την προκαταρκτική εξέταση. – Προσφυγή κατά της απευθείας παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για ανθρωποκτονία εξ αμελείας: H εξέταση μαρτύρων υπεράσπισης που προτείνονται από τον κατηγορούμενο κατά το στάδιο της προδικασίας εξαρτάται από την κρίση του ανακριτή, τυχόν δε άρνηση του ανακριτή να τους εξετάσει αντιμετωπίζεται με προσφυγή στο δικαστικό συμβούλιο για να αρθεί η διαφωνία, κατ’ άρ. 307 περ. δ΄ ΚΠΔ, χωρίς να δημιουργείται ακυρότητα. – Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η σχετική αιτίαση του κατηγορουμένου. – Για ποιον λόγο δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα επί παραλείψεως γνωστοποίησης στον κατηγορούμενο του διορισθέντος πραγματογνώμονα. – Εφόσον με τους Ν. 3160/2003 και 3346/2005 αναβαθμίσθηκε η προκαταρτική εξέταση, που αποτελεί πλέον στάδιο της ανακριτικής διαδικασίας, αναγνωρίζονται σε εκείνον στον οποίο αποδίδεται η τέλεση αξιοποίνου πράξεως δικαιώματα ανάλογα με αυτά του κατηγορουμένου κατά την προανάκριση ή την ανάκριση. – Η υποχρέωση γνωστοποίησης των διορισθέντων πραγματογνωμόνων καταλαμβάνει και το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, κατόπιν μηνύσεως ή εγκλήσεως κατά ορισμένου προσώπου, ή αν κατά την διάρκεια αυτής αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα και παραβιάζεται το άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. – Κηρύσσονται άκυρες οι δύο ιατρικές πραγματογνωμοσύνες που διεξήχθησαν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, επειδή δεν γνωστοποιήθηκε ο διορισμός των πραγματογνωμόνων στον κατηγορούμενο για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας. – Δεν ήταν απαραίτητη η κλήση του κατηγορουμένου για συμπληρωματικές εξηγήσεις μετά την συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, ούτε η γνωστοποίηση του πέρατος της προκαταρκτικής εξέτασης και της προανάκρισης. – Κρίνεται ως νόμιμη η απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο, μετά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση ποινικής δίωξης, εφόσον η προανάκριση δεν είναι αναγκαία. – Για ποιον λόγο εκείνος που διόρισε τους πραγματογνώμονες πρέπει να ανακοινώσει ταυτόχρονα τα ονοματεπώνυμά τους και στους διαδίκους. – Η παράλειψη της γνωστοποίησης αυτής στον κατηγορούμενο δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών που άσκησε την ποινική δίωξη έλαβε υπόψιν την άκυρη πραγματογνωμοσύνη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο και στηρίχθηκε και σε αυτή για τον σχηματισμό της κρίσης του. – Έννοια πράξεων “εξαρτώμενων” από την άκυρη πράξη. – Εναπόκειται στον δικαστή της ουσίας να εκτιμήσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν υφίσταται τέτοια “εξάρτηση”, ερευνάται δε αυτή και αναιρετικώς κατά την εξέταση λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα. – Απορρίπτεται το αίτημα για ακύρωση της απευθείας παραπομπής του κατηγορουμένου, μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης, αφού οι ακύρως διενεργηθείσες ιατρικές πραγματογνωμοσύνες δεν ήσαν το μόνο αποδεικτικό μέσο στο οποίο στηρίχθηκε η απευθείας παραπομπή. – Κατά την εν μέρει αντίθετη εισαγγελική πρόταση δεν υπήρχε υποχρέωση γνωστοποίησης του διορισμού των πραγματογνωμόνων στον “ύποπτο”, αφού δεν επρόκειτο για πραγματογνωμοσύνες με την έννοια του άρ. 183 ΚΠΔ.

Το ως άνω βούλευμα δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2013, 623, με εισαγγελική πρόταση Αντωνίας Γεωργίου.