Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Διάταξη Εισαγγελίας Εφετών Δυτικής Στερεάς Ελλάδας 7/2013 (Γεώργιος Τσιρώνης)

Προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος (άρ. 322 παρ. 1 ΚΠΔ). Αναδρομική εφαρμογή ποινικού δικονομικού νόμου. Ιδιάζουσα δωσιδικία μετά τον Ν. 3904/2010. Ψευδής βεβαίωση (άρ. 242 παρ. 1 ΠΚ): Για ποιους λόγους δύναται να ασκηθεί η προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του κλητηρίου θεσπίσματος· η ακυρότητα πράξεως της προδικασίας μπορεί να προταθεί με την εν λόγω προσφυγή, αρκεί να συνάπτεται με την βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου. – Η κατ’ άρ. 322 παρ. 1 ΚΠΔ προσφυγή αποτελεί ειδικό ένδικο μέσο, εφαρμόζονται δε επ’ αυτής οι διατάξεις των άρ. 462-476 ΚΠΔ, εφόσον δεν προσκρούουν στην φύση και την λειτουργία της προσφυγής ή σε ρητή διάταξη νόμου· πότε επεκτείνονται τα αποτελέσματά της και στον μη ασκήσαντα προσφυγή συγκατηγορούμενο του προσφεύγοντος. – Για το παραδεκτό της προσφυγής είναι αναγκαία η αναφορά συγκεκριμένων και ορισμένων λόγων στην σχετική έκθεση· πότε επιτρέπεται η συμπλήρωση αυτών με μη εμπεριεχόμενους στην έκθεση της προσφυγής λόγους. – Ποιες δυνατότητες έχει ο εισαγγελέας εφετών όταν επιλαμβάνεται προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος και ποιες συνέπειες επέρχονται εκ της αποδοχής ή, αντιστοίχως, εκ της απορρίψεώς της· τι ισχύει ως προς την προθεσμία κλητεύσεως του κατηγορουμένου, σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής. – Είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή η αναδρομική εφαρμογή ποινικού δικονομικού νόμου, τέτοιο δε νόμο συνιστά και αυτός με τον οποίο ρυθμίζεται η αρμοδιότητα των δικαστηρίων, εκτός αν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό. – Η διάταξη του άρ. 111 αριθμ. 6 ΚΠΔ, ως έχει μετά την τροποποίησή της με τον Ν. 3904/2010, διά της οποίας περιορίζεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα η ιδιάζουσα δωσιδικία, εφαρμόζεται σε κάθε υπόθεση που θα οδηγηθεί στο δικαστήριο μετά την δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, περαιτέρω δε καταργείται κάθε άλλη διάταξη με την οποία καθιερώνεται ιδιάζουσα δωσιδικία, όπως αυτή του άρ. 36 του Κώδικα Συμβολαιογράφων. – Στοιχεία ψευδούς βεβαίωσης (άρ. 242 παρ. 1 ΠΚ). – Γίνεται τυπικά δεκτή αλλά απορρίπτεται κατ’ ουσίαν η προσφυγή του κατηγορουμένου, συμβολαιογράφου, κατά του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο αυτός παραπέμφθηκε να δικασθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου για το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης, διά της οποίας ο προσφεύγων επικαλείται τόσο την ύπαρξη νομικού λόγου, ήτοι την εσφαλμένη παραπομπή του στο ακροατήριο του ως άνω δικαστηρίου, ένεκα του ότι θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων λόγω ιδιάζουσας δωσιδικίας, καθώς κατά τον φερόμενο χρόνο τέλεσης της πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως, και πάντως σε χρόνο προγενέστερο της ισχύος του Ν. 3904/2010, είχε την ιδιότητα του συμβολαιογράφου, όσο και την ύπαρξη ουσιαστικού λόγου, και ειδικότερα την κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αφού αφενός μεν η εκ του άρ. 36 του Κώδικα Συμβολαιογράφων ιδιάζουσα δωσιδικία ανατράπηκε αναδρομικά μετά τον Ν. 3904/2010, επομένως αρμόδιο για να δικάσει την υπόθεση του κατηγορουμένου είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αφετέρου δε, από τα στοιχεία της υποθέσεως, προκύπτουν εις βάρος του επαρκείς ενδείξεις τελέσεως της αποδιδόμενης πράξης, και συγκεκριμένα ότι εκείνος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, βεβαίωσε με πρόθεση ψευδώς σε ακριβές αντίγραφο δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας ότι στον συγκατηγορούμενό του, και φερόμενο ως ηθικό αυτουργό, περιήλθε αγροτεμάχιο συνολικής εκτάσεως 8 στρεμμάτων, ενώ γνώριζε ότι η συνολική έκταση αυτού ήταν μόλις 3 στρέμματα, η επίμαχη δε βεβαίωση επρόκειτο περαιτέρω να χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο την ρύθμιση της συννομής σε τμήμα του ακινήτου.

Η ως άνω Διάταξη δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2013, 394.