Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Συμβούλιο Εφετών Θράκης 109/2013

Παράλειψη ελέγχου υφισταμένων ή επιθεωρουμένων (άρ. 3 του Ν. 1608/1950): Η διάταξη του άρ. 5 παρ. 7 του Ν. 2943/2001 είναι επιεικέστερη επί του αδικήματος περί καταχραστών του Δημοσίου (άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950), καθότι σε αυτήν προβλέπεται μεγαλύτερο ποσό ωφέλειας ή ζημίας, ήτοι 150.000 ευρώ αντί του ποσού των 50.000.000 δρχ., που ισοδυναμούν με 146.735 ευρώ. – Με την διάταξη του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 δεν τυποποιούνται νέα αδικήματα, αλλά απλώς επαυξάνεται το αξιόποινο των ήδη τυποποιημένων στον ΠΚ αδικημάτων, διά της εισαγωγής επιβαρυντικών περιστάσεων. – Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι η πράξη του στρέφεται κατά του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή αναφερομένου στο άρ. 263Α ΠΚ νομικού προσώπου, το έγκλημα δε πρέπει να στρέφεται αμέσως και όχι εμμέσως (αντανακλαστικώς) κατ’ αυτού. – Στοιχεία του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που είναι ειδικότερο έναντι της κοινής υπεξαιρέσεως. – Έννοια “υπαλλήλου”· εμπίπτει σε αυτήν ο δημοτικός σύμβουλος και ο δήμαρχος. – Έννοια “παράνομης ιδιοποίησης”· παραδείγματα πράξεων ιδιοποιήσεως. – Έννοια “ξένου κινητού πράγματος” και “δόλου τελέσεως”. – Πότε η υπεξαίρεση στην υπηρεσία καθίσταται κακουργηματική· έννοια “ιδιαιτέρων τεχνασμάτων”. – Είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας το πρώτον από το συμβούλιο εφετών, διά της αποδοχής επιβαρυντικών περιστάσεων. – Οι επιβαρυντικές περιστάσεις του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 επικαλύπτουν τις προβλεπόμενες στο άρ. 258 ΠΚ. – Έννοια “κατ’ εξακολούθησιν” εγκλήματος· αυτό συνιστά ιδιάζουσα περίπτωση αληθούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων. – Η διάταξη του άρ. 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 περί εγκλήματος κατ’ εξακολούθησιν κατά του Δημοσίου δεν ταυτίζεται με αυτήν του άρ. 98 παρ. 2 ΠΚ, ενώ ως ειδικότερη δεν έχει καταργηθεί. – Δοθέντος ότι για τον προσδιορισμό του οφέλους ή της ζημίας επί εξακολουθούντος εγκλήματος λαμβάνεται υπόψιν το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων, καθεμία εξ αυτών αφενός μεν χάνει την αυτοτέλειά της, αφετέρου δε έχει κακουργηματικό χαρακτήρα. – Ποιο το ιστορικό πλαίσιο της κοινοβουλευτικής συζήτησης κατά την οποία θεσπίσθηκε το πρώτον με τροπολογία η διάταξη του άρ. 3 του Ν. 1608/1950 περί παραλείψεως ελέγχου υφισταμένων ή επιθεωρουμένων. – Το τελευταίο αδίκημα είναι ιδιαίτερο, ως τελούμενο από προϊστάμενο υπηρεσίας ή επιθεωρητή του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., τιμωρείται δε με την ίδια ποινή είτε διαπράττεται εκ δόλου είτε εξ αμελείας, συνεκτιμωμένης της σχετικής διαβάθμισης της υπαιτιότητας κατά την κατ’ άρ. 79 παρ. 2 στοιχ. γ΄ ΠΚ επιμέτρηση της ποινής. – Στην διάταξη του άρ. 3 του Ν. 1608/1950 περιέχονται τρεις εγκληματικές μορφές, που συνιστούν γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, ήτοι η μη διεξαγωγή ελέγχου, η εκ προθέσεως παράλειψη επί διενεργηθέντος ελέγχου, καθώς και η εξ αμελείας παράλειψη επ’ αυτού· περί της εξ αμελείας τελέσεως του αδικήματος. – Έννοια “ελέγχου”. – Συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου του αδικήματος της παραλείψεως ελέγχου υφισταμένων ή επιθεωρουμένων η τέλεση των κατ’ άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 πράξεων από τον υφιστάμενο ή επιθεωρούμενο, που δεν απαιτείται να επικαλύπτεται από τον δόλο ή την αμέλεια του δράστη, αποτελεί δε αυτός περαιτέρω μη γνήσιο εξωτερικό όρο, έτσι ώστε να πρέπει να προκύπτει, σε βαθμό μεγάλης πιθανότητας, ότι το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν, αν δεν παραλειπόταν η οφειλόμενη ενέργεια. – Πότε αρχίζει ο χρόνος παραγραφής επί εγκλημάτων στα οποία προβλέπεται εξωτερικός όρος του αξιοποίνου. – Το έγκλημα του άρ. 3 του Ν. 1608/1950 ως έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης· η ως άνω διάταξη είναι σχετικώς ρητά επικουρική. – Ποιος ασκεί τον αναγκαίο έλεγχο σε επίπεδο δήμων επί του υποβαλλομένου από τον δημοτικό ταμία μηνιαίου λογαριασμού (καταστάσεως) εσόδων-εξόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τις αρμοδιότητες του δημάρχου γενικά, καθώς και την οργάνωση και λειτουργία της ταμιακής υπηρεσίας των δήμων ειδικότερα (άρ. 86 Ν. 3463/2006 σε συνδ. με άρ. 48, 76, 81 και 82 β.δ. 17.5./15.6.1959 και 71 Ν. 2362/1955).

Το ως άνω βούλευμα δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2013, 213, με εισαγγελική πρόταση Γ. Σκιαδαρέση και παρατηρήσεις Μαρίας Ρηγοπούλου.