Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών 2941/2012

Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αποτελεί πλέον (ήτοι υπό την σημερινή μορφή του άρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ μετά τις νομοθετικές τροποποιήσεις των τελευταίων ετών) αναγκαίο προαπαιτούμενο για την άσκηση ποινικής δίωξης επί κακουργημάτων, άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας κατ’ άρ. 171 αριθμ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ ΚΠΔ· δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεως της ως άνω προϋπόθεσης. – Δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα εκ της μη κλητεύσεως του κατηγορουμένου κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως προς παροχήν εξηγήσεων, αλλά και προκειμένου να εξετασθεί ανωμοτί, εάν αυτός κλήθηκε προς απολογίαν στην επακολουθήσασα κυρία ανάκριση, εκδοχή η οποία συνάδει με τις επιταγές του άρ. 6 παρ. 3 στοιχ. α΄ ΕΣΔΑ περί επαρκούς πληροφορήσεως του κατηγορουμένου· πώς ερμηνεύεται η εν λόγω διάταξη από το ΕΔΔΑ. – Εφαρμοστέο δίκαιο επί άρσεως τραπεζικού απορρήτου· ποιες εξουσίες έχουν σχετικά τα φορολογικά ελεγκτικά όργανα, ιδίως δε οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ. – Η άσκηση ποινικής δίωξης, αλλά και η καταδίκη για το αδίκημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, είναι μεν δυνατή, ακόμα και αν συντρέχουν τυπικοί ή ουσιαστικοί λόγοι που εμποδίζουν την άσκηση ποινικής δίωξης και την καταδίκη για το βασικό αδίκημα, το τελευταίο όμως δεν αρκεί να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς τις περιστάσεις του. – Κυρωτικό κανόνα επί νομιμοποιήσεως εσόδων αποτελεί η διάταξη του άρ. 45 του Ν. 3691/2008 και όχι τα βασικά αδικήματα του άρ. 3 του ίδιου νόμου. – Εκ των διατάξεων των άρ. 48 και 50 του Ν. 3691/2008 καθιερώνεται υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να παράσχουν αποσπάσματα των βιβλίων τους, στοιχεία αναφορικά με συγκεκριμένες εγγραφές, καθώς και κάθε είδους πληροφορία ως προς το πρόσωπο για το οποίο διενεργείται η εκάστοτε έρευνα, κατόπιν απλής έγγραφης εντολής του αρμόδιου ανακριτή, χωρίς να προϋποτίθεται η εμπλοκή δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου. – Η κατ’ άρ. 285 ΚΠΔ προσφυγή του προσωρινώς κρατουμένου κατά του εντάλματος προσωρινής κρατήσεως συνιστά οιονεί ένδικο μέσο, ασκείται δε είτε από αντιπρόσωπο που έχει ειδική εντολή προς τούτο, είτε χωρίς πληρεξουσιότητα από τον παραστάντα κατά την απολογία συνήγορο του κατηγορουμένου. – Ποια στοιχεία λαμβάνονται υπόψιν κατά την κρίση αναφορικά με την επιβολή ή μη προσωρινής κρατήσεως, δεδομένων και των νομοθετικών μεταβολών που επήλθαν με τους Ν. 3811/2009 και 4055/2012 στο σύστημα επιβολής μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. – Η επιβολή προσωρινής κράτησης είναι συμβατή με τις τασσόμενες εκ του άρ. 5 παρ. 1 στοιχ. γ΄ ΕΣΔΑ εγγυήσεις. – Απορρίπτονται η αίτηση ενός εκ των κατηγορουμένων για το αδίκημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κοινού και μη, κατ’ εξακολούθησιν και μη, τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα, για λογαριασμό, προς όφελος και εντός των πλαισίων εγκληματικής ομάδας) περί κηρύξεως ως άκυρης της σχετικής ποινικής δίωξης, αλλά και των συναφών πράξεων της προδικασίας, καθώς και η προσφυγή του ιδίου κατά του εντάλματος προσωρινής του κράτησης, με την οποία ζητείται η άρση ή άλλως η αντικατάσταση αυτής με περιοριστικούς όρους, αφού α) η ποινική προδικασία διεξήχθη με τρόπο καθ’ όλα νόμιμο, ειδικότερα δε νομίμως περατώθηκε εν προκειμένω η διεξαχθείσα προκαταρκτική εξέταση χωρίς κλήτευση του κατηγορουμένου προς παροχήν εγγράφων εξηγήσεων, δεδομένου ότι ακολούθησε η άσκηση ποινικής δίωξης για κακουργηματικές παραβάσεις με παραγγελία διενέργειας κύριας ανάκρισης, στο πλαίσιο της οποίας εκείνος είχε τον αναγκαίο χρόνο να εισφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα και τους ισχυρισμούς με σκοπό την αποτελεσματική του υπεράσπιση, πράγμα που έπραξε τόσο με το απολογητικό του υπόμνημα όσο και με τις υπό κρίσιν αιτήσεις και την προσφυγή του, ενώ περαιτέρω η λήψη στοιχείων από το ΣΔΟΕ σχετικά με την κίνηση των τραπεζικών του λογαριασμών αλλά και αντιγράφων των τραπεζικών εγγράφων του ορθώς έγινε βάσει των ειδικών διατάξεων των άρ. 66 παρ. 1 στοιχ. β΄ ΚΦΕ και 30 παρ. 6 Ν. 3296/2004, κατά παρέκκλισιν των προβλεπομένων στο ν.δ. 1059/1971, εκ της συνολικής δε θεωρήσεως της μέχρι τούδε διαδικασίας συνάγεται ότι δεν έχει χωρήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβίαση της αρχής της κατ’ άρ. 6 ΕΣΔΑ δίκαιης δίκης, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, και β) από τα στοιχεία της δικογραφίας, και ιδίως από τις εγγενείς ιδιαιτερότητες των εγκλημάτων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο, τα οποία συνέχονται με την χρήση ιδιαίτερων μεθόδων (διακίνηση μεγάλων χρηματικών ποσών και εν συνεχεία απόκρυψή τους μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος, διά της χρήσεως ενός πολύπλοκου δικτύου εταιρειών, παρένθετων προσώπων κ.ά.) που τα διακρίνουν από τα κοινά εγκλήματα, προκύπτει ότι εξακολουθούν να συντρέχουν εν προκειμένω σοβαρές ενδείξεις ενοχής εις βάρος του κατηγορουμένου, οι οποίες δικαιολογούν την συνέχιση της προσωρινής του κράτησης, τοσούτω δε μάλλον που η εξακολούθηση αυτής καθίσταται στην συγκεκριμένη περίπτωση αναγκαία, ενόψει του μη ωρίμου σταδίου των ερευνών, προκειμένου αφενός μεν να συγκεντρωθούν τα αναγκαία στοιχεία, αφετέρου δε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο διαπράξεως νέων εγκλημάτων υπό του κατηγορουμένου ή αλλοιώσεως υπ’ αυτού των ήδη συλλεγέντων στοιχείων, αδιαφόρου όντος, σε κάθε περίπτωση, για την ισχύ της προσωρινής κρατήσεως, του γεγονότος ότι κατ’ αυτού έχει ασκηθεί ποινική δίωξη μόνο για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων και όχι για τα βασικά αδικήματα.


Το ως άνω βούλευμα δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2012, 689, με εισαγγελική πρόταση Δ. Ζημιανίτη.