Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ευρυτανίας 5/2010

Έννοια “γεγονότος” επί απάτης· πότε οι απλές υποσχέσεις, η ανάληψη συμβατικών υποχρεώσεων ή η ψευδής παράσταση (ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση) “εσωτερικών γεγονότων” δύνανται να θεμελιώσουν το ως άνω αδίκημα. – Η πρόκληση πλάνης στον παθόντα ως κριτήριο για την στοιχειοθέτηση μίας ή περισσοτέρων πράξεων απάτης. – Έννοια “απειλής” επί εκβιάσεως. – Άμεσος στόχος του απειλούντος είναι η εξουδετέρωση της ελεύθερης κρίσης του απειλουμένου, είναι δε δυνατή η ταυτόχρονη ή διαδοχική άσκηση της απειλής με την βία (της δεύτερης, πάντως, ασκούσας μεγαλύτερη επιρροή), χωρίς κατ’ αυτόν τον τρόπο να μεταβάλλεται η αντικειμενικότητα του εγκλήματος. – Πότε τελείται απόπειρα  εκβίασης. – Η απειλούμενη πράξη ή παράλειψη επί εκβιάσεως δεν απαιτείται να είναι παράνομη αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε άσκηση νομίμου δικαιώματος, δεδομένου ότι εκβίαση συνιστά η απειλή άσκησης δικαιώματος και όχι η ενάσκησή του καθεαυτήν. – Κατά την απολύτως κρατούσα γνώμη δύναται, υπό προϋποθέσεις, να υφίσταται αληθής κατ’ ιδέαν συρροή μεταξύ εκβίασης και απάτης, οσάκις η επέ­λευση της περιουσιακής βλάβης του παθόντος θεμελιώνεται στην σύγχρονη και παράλληλη συμβολή τόσο της απειλής ή της βίας όσο και των ψευδών παραστάσεων του υπαιτίου. – Παραπέμπεται για τις κακουργηματικές πράξεις της απάτης (κατ’ εξακολούθησιν, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 73.000 ευρώ) και της εκβίασης (κατ’ εξακολούθησιν, από πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά συνήθεια και κατ’ επάγγελμα) ο κατηγορούμενος, πωλητής θρησκευτικών εικόνων και άλλων εκκλησιαστικών ειδών, ο οποίος, αφού αρχικώς κατάφερε να κερδίσει την συμπάθεια μητροπολίτη Ιεράς Μονής, επικαλούμενος διάφορα προσωπικά και οικονομικά προβλήματα, αποσπώντας έτσι από αυτόν κατά διαστήματα (από τις αρχές του θέρους του 2004 έως το τέλος του έτους αυτού) διάφορα χρηματικά ποσά, διά της ψευδούς παραστάσεως ότι τα εν λόγω χρήματα ήσαν αναγκαία για την τακτοποίηση των οικονομικών εκκρεμοτήτων που του άφησε ο αποβιώσας πατέρας του, η περιουσία του οποίου, αν και ήταν βεβαρημένη με υποθήκες, επαρκούσε για την επιστροφή των δανεισθέντων χρημάτων (τακτική με την οποία κατάφερε να αποσπάσει χρήματα και από τους μητροπολίτες άλλων Ιερών Μονών), εν συνεχεία (από τις αρχές του 2005 και εξής) έγινε εξαιρετικά επίμονος και πιεστικός, τηλεφωνώντας στον μητροπολίτη σε ακατάλληλες ώρες και αξιώνοντας από αυτόν την καταβολή και άλλων χρημάτων, ένεκα της δήθεν δεσμεύσεως των περιουσιακών του στοιχείων από τους τοκογλύφους, απειλώντας παράλληλα τον παθόντα ότι, εάν σταματούσε να τον ενισχύει οικονομικά, αφενός μεν δεν θα έπαιρνε ποτέ πίσω τα χρήματα που του είχε ήδη δώσει (δικά του ή όσα αναγκάσθηκε να δανεισθεί από άλλους), αφετέρου δε θα τον κατήγγελλε σε κανάλια και εφημερίδες για ανάρμοστη συμπεριφορά (που συνίστατο σε υποτιθέμενη ερωτική σχέση του με τον κατηγορούμενο), και επιπλέον ότι θα αυτοκτονούσε, ενέργεια για την οποία ο εν λόγω ιερωμένος θα έφερε την ευθύνη, έτσι ώστε να βλαβεί με τον τρόπο αυτό το εκκλησιαστικό λειτούργημα του τελευταίου, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να δημιουργήσει στον παθόντα μητροπολίτη την εντύπωση ότι ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τις απειλές του, ανεξαρτήτως της αληθείας τους, και να αναλάβει, εκ της προαναφερθείσης διττής παράνομης συμπεριφοράς του, απατηλής και συνάμα εκβιαστικής, το συνολικό ποσό των 230.836 ευρώ· οι ανωτέρω πράξεις της απάτης και της εκβίασης συρρέουν αληθώς κατ’ ιδέαν για το από τις αρχές του 2005 και εξής χρονικό διάστημα, αφού η περιουσιακή βλάβη του παθόντος ήταν απόρροια τόσο του εξαναγκασμού του να καταβάλει χρήματα λόγω των απειλών που δεχόταν όσο και της παραπλάνησής του ένεκα των ψευδών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. – Κατά την εν μέρει αντίθετη εισαγγελική πρόταση, δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου για την πράξη της απάτης, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί του περί οικονομικής δυσπραγίας, ακόμη και ψευδείς υποτιθέμενοι, δεν είναι ικανοί να παραπλανήσουν ένα άτομο που έχει φθάσει σε ανώτερο ιερατικό αξίωμα και διαθέτει εμπειρία από επαίτες, πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση του κατηγορουμένου, που φέρεται να είχε ομολογήσει στον παθόντα την ενασχόλησή του με παράνομες και ανήθικες δραστηριότητες (λόγοι για τους οποίους δεν μπορούν να θεωρηθούν ως θύματα απάτης και οι λοιποί μητροπολίτες που παρείχαν κατά καιρούς οικονομική βοήθεια στον κατηγορούμενο), επιπροσθέτως δε η περιουσιακή διάθεση στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν προϊόν εξαπάτησης αλλά έγινε από ελευθεριότητα, εξαιτίας της πιθανολογούμενης προσωπικής σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ δράστη και θύματος, γεγονός που φαίνεται ότι αποτέλεσε και τον κύριο λόγο του εν συνεχεία εξαναγκασμού του τελευταίου στην περαιτέρω (από τις αρχές του 2005 και εξής) καταβολή χρημάτων.

Το ως άνω βούλευμα δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2011, 544 με εν μέρει αντίθετη εισαγγελική πρόταση Μαρίας Παπαγιαννίδου και παρατηρήσεις Κ. Βαθιώτη.