Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Άρειος Πάγος 1413/2010 (Ποιν.)

Μεταξύ των διατάξεων που αφορούν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, η παραβίαση των οποίων γεννά την απόλυτη ακυρότητα του άρ. 171 αριθμ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ, περιλαμβάνονται και εκείνες που έχουν τεθεί προς διασφάλισιν του δικαιώματος στην χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, όπως αυτές που εγγυώνται την υπεράσπιση του κατηγορουμένου από συνήγορο είτε της προτιμήσεώς του είτε διορισμένο εξ επαγγέλματος. – Ο τρόπος ασκήσεως του θεμελιώδους για μια δίκαιη δίκη δικαιώματος του κατηγορουμένου να εκπροσωπείται από συνήγορο της δικής του επιλογής εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης. – Εκ της διατάξεως του άρ. 344 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ καθιερώνεται μεν υποχρέωση του διευθύνοντος την συζήτηση να διορίζει δικηγόρο στον αποχωρήσαντα κατηγορούμενο για κακούργημα, και αντίστοιχο δικαίωμα του τελευταίου να έχει νομικό παραστάτη, είναι όμως δυνατή η μη άσκηση από τον κατηγορούμενο του ως άνω δικαιώματος στην περίπτωση κατά την οποία αυτός αρνείται να έχει υπεράσπιση από διορισμένο εξ επαγγέλματος συνήγορο. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος (εκ του άρ. 171 αριθμ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ) λόγος αναιρέσεως του τετάρτου εκ των κατηγορουμένων για συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση 17Ν, ένεκα της μη υπερασπίσεώς του από συνήγορο μετά την αποχώρησή του από το ακροατήριο, διότι η μη εκπροσώπηση αποτέλεσε απόφαση του ίδιου του κατηγορουμένου, καθώς αυτός όχι μόνον ανακάλεσε την εντολή που είχε δώσει στους αρχικώς διορισθέντες από αυτόν συνηγόρους της επιλογής του, αλλά εν συνεχεία μετ’ επιτάσεως και επιμονής αρνήθηκε την νομική παράσταση αρκετών συνηγόρων που διαδοχικά διορίσθηκαν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, καταμηνύοντας μάλιστα τους τελευταίους εξ αυτών για απιστία δικηγόρου και διατυπώνοντας σε σχετική εξώδικη δήλωσή του την άποψη ότι δεν είναι νοητή υπεράσπιση “με το ζόρι”. – Απορρίπτεται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως του ανωτέρω κατηγορουμένου ως προς το σκέλος περί βίαιης προσαγωγής του προς υποβολήν ερωτήσεων από συγκατηγορουμένους του εις βάρος των οποίων είχε καταθέσει κατά την διάρκεια της προδικασίας, αφού το εν λόγω μέτρο (καθ’ ο μέρος διασφαλίζει τα υπερασπιστικά δικαιώματα των συγκατηγορουμένων, αλλά και υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται σεβαστό το δικαίωμα σιωπής του προσαγομένου) είναι νόμιμο και επιτρεπτό, στην προκειμένη δε περίπτωση μετά την διαπίστωση της αρνήσεως του αναιρεσείοντος να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση, επετράπη η εκ νέου αποχώρησή του. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος (άρ. 171 αριθμ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ) λόγος αναιρέσεως του πρώτου εκ των κατηγορουμένων, ένεκα της δήθεν μεροληπτικής και ενάντια στην αρχή της δίκαιης δίκης απόφασης του δικαστηρίου να μην του επιτρέψει εκπροσώπηση από συνήγορο της επιλογής του, διότι ο ως άνω κατηγορούμενος, αφού πρώτα αποχώρησε από το ακροατήριο, αμφισβητώντας την ανεξαρτησία του δικαστηρίου, με συνέπεια τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρων (διαδικασία που απεδείχθη χρονοβόρα), στην συνέχεια επέστρεψε, καθώς επιθυμούσε, κατά τα λεγόμενά του, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της ασκήσεως προσφυγής στο ΕΔΔΑ, υποβάλλοντας παράλληλα αίτημα ανάκλησης των εξ επαγγέλματος διορισθέντων δικηγόρων και διορισμού δύο άλλων της προτιμήσεώς του, αποτέλεσμα δε αυτής της αναιτιολόγητης αλλαγής στάσης του κατηγορουμένου και των καθυστερήσεων που έλαβαν χώρα ήταν να εμμείνει το δικαστήριο κατ’ αρχάς στην πρώτη του απόφαση για διατήρηση των δικηγόρων που είχε διορίσει, να δεχθεί δε τα αιτήματα του κατηγορουμένου μόλις επείσθη για την σπουδαιότητα των ισχυρισμών του και την βούλησή του να μην αποχωρήσει εκ νέου από την διαδικασία. – Έννοια “μάρτυρα κατηγορίας” κατ’ άρ. 6 παρ. 3 περ. δ΄ της ΕΣΔΑ· τέτοιος είναι και ο συγκατηγορούμενος, όταν κατά την απολογία του προέβη σε δηλώσεις που απέβησαν εις βάρος του κατηγορουμένου. – Πότε είναι επιτρεπτός ο διά της απλής αναγνώσεως γραπτών καταθέσεων της προδικασίας περιορισμός του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εξετάζει μάρτυρες κατηγορίας. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως τεσσάρων εκ των οκτώ κατηγορουμένων, συνιστάμενος στην παραβίαση των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων ένεκα της αναγνώσεως στο ακροατήριο των επιβαρυντικών γι’ αυτούς καταθέσεων που ένας εκ των συγκατηγορουμένων τους (αλλά απών κατά την εν λόγω διαδικασία) έδωσε κατά την απολογία του, διότι η απουσία του ανωτέρω κατηγορουμένου και συνακόλουθα η μη δυνατότητα των λοιπών να του υποβάλλουν ερωτήσεις δεν μπορεί να αποδοθεί σε ολιγωρία των αρμόδιων ανακριτικών ή δικαστικών αρχών αλλά στην οικειοθελή αποχώρηση του κατηγορουμένου, το δε δικαστήριο δεν στηρίχθηκε καθ’ ολοκληρίαν στις προδικαστικές αυτές καταθέσεις για την διαμόρφωση της κρίσεώς του. – Στοιχεία ηθικής αυτουργίας. – Ως “άλλος”, ο οποίος κατά την διατύπωση της διατάξεως του άρ. 46 παρ. 1 περ. α΄ ΠΚ πείθεται στην τέλεση της πράξεως, δεν νοείται μόνον ο φυσικός αυτουργός, αλλά και κάθε άλλου είδους συμμέτοχος στην πράξη. – Με ποιους τρόπους δύναται να προκληθεί σε άλλο πρόσωπο η απόφαση τέλεσης μιας εγκληματικής πράξης· η άμεση επικοινωνία μεταξύ των δύο προσώπων δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την πρόκληση της απόφασης σε οποιαδήποτε περίπτωση. – Είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση ηθικής αυτουργίας ακόμη και όταν πρόκειται για εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας έχουν ενωθεί για την διάπραξη αόριστου αριθμού εγκλημάτων, υπό την μορφή της υπόδειξης του στόχου μιας εγκληματικής ενέργειας. – Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για ηθική αυτουργία στο πλαίσιο της λειτουργίας τρομοκρατικής οργάνωσης ο πρώτος εκ των κατηγορουμένων, ο οποίος, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω άλλου, υπέδειξε σε 55 διακριτές περιπτώσεις στα μέλη της οργάνωσης τον στόχο που έπρεπε να πλήξουν. – Νομική φύση, σκοπός και προϋποθέσεις εφαρμογής των κατ’ άρ. 187Β ΠΚ “μέτρων επιείκειας”· έννοια “αναγγελίας στην αρχή”, “ουσιώδους συμβολής στην εξάρθρωση” και “εξάρθρωσης” εγκληματικής οργάνωσης κατά την ως άνω διάταξη. – Τα μέτρα επιείκειας είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. – Κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, η διαγραφόμενη στην διάταξη του άρ. 187Β ΠΚ (αλλά και στην ήδη καταργημένη διάταξη του άρ. 17 του Ν. 1916/1990) θετική συμπεριφορά του δράστη για συνεργασία με τις αρχές αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ευμενέστερη ποινική του μεταχείριση, η συνδρομή δε αυτής κρίνεται κατά τις ισχύουσες κατά τον χρόνο εκδήλωσής της διατάξεις, εν ελλείψει δε τέτοιων, κατά τις γενικές διατάξεις περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του δράστη· η εκδοχή αυτή υπαγορεύεται από τον σκοπό θεσπίσεως των μέτρων επιείκειας και από την ιδιαιτερότητα των εγκλημάτων τα οποία αυτά αφορούν, επιπροσθέτως δε δεν αντιβαίνει στο άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως στην συγκεκριμένη περίπτωση. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας, οι περί μέτρων επιείκειας διατάξεις, ως ασκούσες επιρροή στην κρίση περί της ενοχής του δράστη, είναι ουσιαστικού χαρακτήρα, επ’ αυτών δε έχει εφαρμογή η κατ’ άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιοτέρου νόμου. – Αναιρείται, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρ. 187Β ΠΚ και 17 Ν. 1916/1990, η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση, καθ’ ο μέρος με αυτήν απερρίφθησαν τα αιτήματα δύο εκ των κατηγορουμένων για εφαρμογή των διατάξεων περί μέτρων επιείκειας ένεκα της συμβολής τους στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης, διότι α) εφαρμόσθηκαν εσφαλμένως τόσο η διάταξη του άρ. 187Β ΠΚ όσο και αυτή του άρ. 17 Ν. 1916/1990, ενώ ετύγχανε εν προκειμένω εφαρμογής μόνο η πρώτη, β) αξιώθηκε η “συμβολή στην πρόληψη” της τελέσεως εγκλημάτων, ενώ τα υποβληθέντα αιτήματα αφορούσαν μόνο “συμβολή στην εξάρθρωση” της εγκληματικής οργάνωσης και γ) υπάρχει αντίφαση ως προς το εάν υπήρξε συμβολή και περαιτέρω εάν αυτή ήταν ουσιώδης. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας οι ασκηθείσες αιτήσεις αναιρέσεως έπρεπε να γίνουν δεκτές μόνο για τον περί εσφαλμένης εφαρμογής διατάξεων λόγο τους. – Προϋπόθεση αυτεπάγγελτης εφαρμογής της διάταξης του άρ. 469 ΚΠΔ είναι, μεταξύ άλλων, η προηγούμενη ύπαρξη δυσμενούς απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας. – Δεν επεκτείνεται το αναιρετικό αποτέλεσμα και στους συγκατηγορουμένους των ανωτέρω δύο κατηγορουμένων, αφού αυτοί δεν είχαν υποβάλει ανάλογο αίτημα περί εφαρμογής των διατάξεων για τα μέτρα επιείκειας και ακολούθως η προσβαλλομένη δεν περιείχε καμία αντίστοιχη σκέψη που να τους αφορά ως προς το ζήτημα αυτό. – Δεν επάγεται υπέρβαση εξουσίας η μη αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου, όπως εν προκειμένω η εφαρμογή μέτρων επιείκειας, εφόσον ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

Η ως άνω απόφαση δημοσιεύθηκε σε ΠοινΧρ 2010, 643.