Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Τριμελές Εφετείο Πειραιώς 1505, 1574/2016 (Ποιν.)

Ταυτότητα δικονομικής πράξης. Τεκμήριο αθωότητας. Εφαρμογή της αρχής “ne bis in idem” επί σωρευτικής επιβολής ποινικής και διοικητικής κύρωσης “ποινικού χαρακτήρα” για την ίδια πράξη. Συρροή λαθρεμπορίας και μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο: Έννοια “ταυτότητας της πράξης” ως προϋπόθεσης για την ύπαρξη δεδικασμένου κατά το άρ. 57 παρ. 1 ΚΠΔ. – Ταυτότητα της πράξης καταφάσκεται όταν η εκ νέου φερόμενη προς κρίσιν πράξη συμπίπτει ως ιστορικό γεγονός, ήτοι ως σύνολο συμπεριφοράς (ενέργειας ή παράλειψης) και αποτελέσματος, με την προγενεστέρως κριθείσα. – Επί πραγματικής συρροής, όπως και επί ετερότητος των προσβαλλομένων από τα συρρέοντα εγκλήματα εννόμων αγαθών, οι επιμέρους πράξεις δεν συγκροτούν ενιαία δικονομική πράξη. – Στοιχεία μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρ. 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, μετά τον Ν. 4337/2015). – Προστατευόμενο έννομο αγαθό του εγκλήματος του άρ. 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 είναι η περιουσία του Δημοσίου, υπό την έννοια της εξασφάλισης της ταχείας είσπραξης των δημοσίων εσόδων. – Στοιχεία λαθρεμπορίας (άρ. 155 παρ. 1-2, 157, 160 παρ. 1-2 ΕθνΤελΚ). – Προστατευόμενο έννομο αγαθό του εγκλήματος της λαθρεμπορίας είναι τα περιουσιακά έσοδα του Δημοσίου τα οποία απορρέουν από την εισαγωγή ή την εξαγωγή εμπορευμάτων. – Η λαθρεμπορία και η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ακόμα και όταν η μη καταβολή χρεών αφορά στο λόγω της λαθρεμπορίας επιβληθέν πολλαπλό τέλος, συρρέουν αληθώς και πραγματικώς, ως εκ τούτου δε σε περίπτωση έκδοσης αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης για την (χρονικά πρότερη) πράξη της λαθρεμπορίας δεν παράγεται δεδικασμένο, κατά το άρ. 57 παρ. 1 ΚΠΔ, για την (χρονικά μεταγενέστερη) πράξη της μη καταβολής χρεών, αφού δεν υφίσταται ταυτότητα πράξης. – Απαραίτητο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποτελεί η ύπαρξη βεβαιωμένων χρεών, την οποία, εν αντιθέσει προς το ύψος τους και την τυπική ακυρότητα της διαδικασίας έκδοσης της καταλογιστικής πράξης ή της ταμειακής βεβαίωσης, το ποινικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει παρεμπιπτόντως, και τούτο διότι η έλλειψή της αποκλείει ήδη την στοιχειοθέτηση του αρχικού αδίκου του εγκλήματος. – Δικαιολογητική βάση του επιτρεπτού του ως άνω παρεμπίπτοντος ελέγχου από το ποινικό δικαστήριο. – Τεκμήριο αθωότητας (άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 2 ΔΣΑΠΔ, 48 ΧΘΔΕΕ). – Το τεκμήριο αθωότητας δεν περιορίζεται στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, αλλά εφαρμόζεται ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου και οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας, όπου ανακύπτουν μεταγενεστέρως ζητήματα αστικής ή διοικητικής φύσεως, σχετιζόμενα με την ποινική δίκη. – Κάθε άμεση ή έμμεση αμφισβήτηση της αθωότητας του κατηγορουμένου, η οποία λαμβάνει χώρα μετά την έκδοση αθωωτικής γι’ αυτόν απόφασης, συνιστά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. – Ne bis in idem (άρ. 4 παρ. 1 του 7ου ΠρωτΕΣΔΑ, 14 παρ. 7 ΔΣΑΠΔ, 50 ΧΘΔΕΕ). – Η αρχή ne bis in idem, ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και ταυτοχρόνως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, δεν εμποδίζει την σωρευτική ή διαδοχική επιβολή από το εθνικό δίκαιο ποινικών και διοικητικών κυρώσεων για την αυτή παράβαση του κοινοτικού δικαίου, αλλά απαγορεύει την επιβολή, για την ίδια παράβαση τελωνειακού ή φορολογικού δικαίου της ΕΕ, διοικητικών κυρώσεων με “ποινικό” χαρακτήρα, εφόσον για την ίδια παραβατική συμπεριφορά το πρόσωπο στο οποίο αυτή αποδίδεται έχει καταδικαστεί ή απαλλαγεί με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. – Ο “ποινικός” χαρακτήρας της διοικητικής κύρωσης κρίνεται ενόψει τόσο της φύσεως και της σοβαρότητας αυτής όσο και της φύσεως της συντελεσθείσας παραβάσεως. – Το προβλεπόμενο στον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα (Ν. 2960/2001) πολλαπλό τέλος, ενόψει της φύσεως και του ύψους του, της φύσεως της παραβάσεως για την οποία απειλείται και του εξυπηρετούμενου από την επιβολή του σκοπού, συνιστά κύρωση “ποινικού” χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να κωλύεται η συνέχιση της διοικητικής διαδικασίας ή δίκης περί επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας και να επιβάλλεται η ακύρωση τυχόν επιβληθέντος, αν έχει καταγνωσθεί ποινική κύρωση με αμετάκλητη απόφαση κατά του ίδιου προσώπου για την αυτή παράβαση. – Απορρίπτονται οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο περί της υπάρξεως δεδικασμένου από αμετάκλητη αθώωσή του για λαθρεμπορία, για την οποία του είχε επιβληθεί το πολλαπλό τέλος που αποτελεί την αιτία τού μη καταβληθέντος χρέους (αντικειμένου της ποινικής δίκης), διότι η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και η λαθρεμπορία δεν συνιστούν ενιαία δικονομική πράξη, αλλά συρρέουν αληθώς και πραγματικώς. – Το δικαστήριο προχωρεί σε εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς να αναμένει την απόφαση επί της μήπω εκδικασθείσης αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ο τελευταίος αιτιάται το διοικητικό εφετείο για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, καθόσον στην δίκη ακύρωσης του ως άνω πολλαπλού τέλους δεν ελήφθη υπόψιν η ποινική αθωωτική απόφαση, κατά την οποία δεν απεδείχθη ότι έλαβε χώρα λαθρεμπορία, διότι έχει δικαιοδοσία να κρίνει παρεμπιπτόντως την ύπαρξη ή μη του επίδικου χρέους. – Κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος, διότι αφενός μεν από την μη απόδειξη της τέλεσης λαθρεμπορίας συνάγεται ότι ελλείπει το πρώτιστο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρ. 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, ήτοι η ύπαρξη του επίδικου χρέους, αφετέρου δε τυχόν αντίθετη κρίση θα έθετε εν αμφιβόλω την προγενέστερη αμετάκλητη αθώωσή του για την πράξη της λαθρεμπορίας, παραβιάζοντας τα άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 2 ΔΣΑΠΔ, ενώ σε κάθε περίπτωση τυχόν καταδίκη του, επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί αμετακλήτως η διοικητική δίκη, με την δυνατότητα αιτήσεως επανάληψης της διαδικασίας κατά το άρ. 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ σε περίπτωση ακύρωσης του επιβληθέντος πολλαπλού τέλους, θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής ne bis in idem, δεδομένου ότι το πολλαπλό τέλος αποτελεί διοικητική κύρωση με “ποινικό” χαρακτήρα. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας, ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος, καθότι η ύπαρξη ή η νομιμότητα του χρέους δεν συνιστά άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρ. 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, το οποίο είναι έγκλημα τυπικό, και συνεπώς οποιοσδήποτε σχετικός ισχυρισμός προβάλλεται μόνον ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων, σε περίπτωση δε ακύρωσης ή μείωσης του οφειλόμενου ποσού από τα τελευταία, παρέχεται η δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας κατά το άρ. 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ.