Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνης 2383/2015

Δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων (άρ. 2 Ν. 927/1979): Μάρτυρες με ειδικές γνώσεις (άρ. 203 ΚΠΔ). – Πολιτική αγωγή. – Σε παράσταση πολιτικής αγωγής ενεργητικώς νομιμοποιείται ο αμέσως εκ του εγκλήματος παθών (άρ. 63, 64, 82 ΚΠΔ, 914, 932 ΑΚ). – Στο αδίκημα του άρ. 2 του Ν. 927/1979, όπως αυτό ισχύει μετά τον Ν. 4285/2014, η αμεσότητα καταφάσκεται για το κατ’ ιδίαν μέλος της ομάδας ή την ομάδα προσώπων τα οποία έχουν όντως υποστεί πράξεις βίας ή έχουν εκτεθεί σε μίσος, ήτοι σε συναισθήματα έντονης αποστροφής και εχθροπάθειας, εξαιτίας των εκδηλώσεων του δράστη ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, ή κατά των οποίων έχουν ρητώς απευθυνθεί οι υβριστικές ή οι απειλητικές εκδηλώσεις. – Οι αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και της νομιμότητας συνιστούν εκφάνσεις της αρχής του κράτους δικαίου. – Τα θεμελιώδη και απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου προστατεύονται από το Σύνταγμα, τις συναφείς Διεθνείς Συμβάσεις (ΕΣΔΑ, ΔΣΑΠΔ) και, μετά την θέση της Συνθήκης της Λισαβόνας σε ισχύ, από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, κατά τον οποίο οι τιθέμενοι κατά την άσκησή τους περιορισμοί δεν μπορούν να υπερβαίνουν τους προβλεπόμενους από το γράμμα των διατάξεων της ΕΣΔΑ. – Διάκριση νόμων σε “τυπικούς” και “ουσιαστικούς”. – Αρχή της νομιμότητας (nullum crimen, nulla poena sine lege, άρ. 7 παρ. 1 Συντ., 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ, 49 ΧΘΔΕΕ, 1, 14 ΠΚ) και διακρίσεις αυτής (lex praevia, stricta, scripta, certa). – Ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας και περιεχόμενο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστικών αρχών εν γένει (άρ. 87 επ. Συντ.) και ειδικότερα των ποινικών δικαστηρίων (άρ. 96 Συντ., 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ). – Από τον συνδυασμό των άρ. 26 παρ. 3, 87 παρ. 2, 96 Συντ., 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ προκύπτει αβίαστα και μονοσήμαντα ότι ο κοινός νομοθέτης δεν δύναται κατά την θέσπιση ουσιαστικών νόμων, με τους οποίους περιγράφονται αξιόποινες πράξεις και απειλούνται ποινές, να εκφέρει ουσιαστικές κρίσεις επί παρελθοντικών περιστατικών, αλλά οφείλει να αναφέρεται γενικά και αφηρημένα σε μελλοντικές και υποθετικές συμπεριφορές, εν αντιθέσει προς τα τακτικά ποινικά δικαστήρια, τα οποία είναι τα μόνα αρμόδια να αποφαίνονται επί παρελθοντικών και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, βάσει των εκάστοτε ισχυόντων κανόνων δικαίου. – Θεμελίωση και περιεχόμενο του διάχυτου και παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων (άρ. 87 παρ. 2, 93 παρ. 4 Συντ.). – Ελευθερία της έκφρασης (άρ. 14 Συντ., 10 ΕΣΔΑ, 19 ΔΣΑΠΔ, 11 ΧΘΔΕΕ) και της επιστήμης (άρ. 16 παρ. 1 Συντ., 13 ΧΘΔΕΕ). – Το δικαίωμα έκφρασης, στο οποίο κατ’ εξοχήν περιλαμβάνεται η ελευθερία διάδοσης ιδεών και πληροφοριών, αποτελεί βασικό θεμέλιο τόσο της δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοινωνίας και διακυβέρνησης όσο και της λαϊκής κυριαρχίας, παράλληλα δε συνιστά πρωταρχική προϋπόθεση για την ελεύθερη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου, λειτουργώντας παιδαγωγικά και ενσταλάζοντας στους πολίτες την ανοχή προς ιδέες και πληροφορίες οι οποίες ενδέχεται να προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. – Η ελευθερία της έκφρασης εκτείνεται σε ζητήματα δημοσίου συμφέροντος, όπως τα ιστορικά γεγονότα, και περικλείει την διατύπωση και διάδοση εκδοχών διαφορετικών από εκείνες που αποτελούν τις κατά πλειοψηφίαν αποδεκτές, καθόσον αφενός μεν “κρατική αλήθεια” δεν νοείται, αφετέρου δε η διάκριση των απόψεων σε “ορθές” και “λανθασμένες” αντιβαίνει στο πνεύμα ενός φιλελεύθερου πολιτεύματος, δεδομένου μάλιστα ότι η έκφραση τέτοιων απόψεων δεν θέτει εν κινδύνω την δημόσια τάξη. – Περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης δεν τίθενται από την διάδοση ιδεών αντίθετων προς το Σύνταγμα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια in abstracto, εκτός εάν οι ιδέες αυτές θέτουν σε κίνδυνο τον σκληρό πυρήνα της λειτουργίας του κράτους και προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων, τα οποία τέμνονται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ανάγονται σε αυτοτελείς συνταγματικές ελευθερίες, σε κάθε δε περίπτωση οι εν λόγω περιορισμοί πρέπει αφενός μεν να ερμηνεύονται συσταλτικά και αυστηρά, αφετέρου δε να υπαγορεύονται από επιτακτική κοινωνική ανάγκη. – Η επιστημονική και ακαδημαϊκή ελευθερία, με την οποία κατοχυρώνονται η αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία, δεν συνιστά απλώς ατομικό δικαίωμα, αλλά έχει αναχθεί σε θεσμική εγγύηση, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος επιβολής ηθικών και ιδεολογικών προτύπων, είναι δε απόλυτη και ισχύει έναντι πάντων, εφόσον ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις και τους σκοπούς του Συντάγματος. – Περιορισμοί στην επιστημονική ελευθερία τίθενται, μόνον εφόσον προσβάλλεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όχι όμως αφηρημένα, αλλά επί τη βάσει διακριτών προστατευόμενων εννόμων αγαθών, συνεχόμενων με ειδικά θεμελιώδη δικαιώματα. – Αυταπόδεικτα αντικοινωνικές εκδηλώσεις με τις οποίες προκαλούνται ή δικαιολογούνται η βία, το μίσος, η ξενοφοβία ή άλλες μορφές μισαλλοδοξίας, όπως η δικαιολόγηση φιλοναζιστικών πολιτικών και πρακτικών, υπό το πρόσχημα του δικαιώματος έκφρασης ή της επιστημονικής ελευθερίας, εκφεύγουν του προστατευτικού πυρήνα των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, αφού κατατείνουν αναπόδραστα στην εξάλειψη των δικαιωμάτων των θιγόμενων προσώπων. – Περιεχόμενο και περιορισμοί της ελευθερίας του ιστορικού προς συγγραφή και κυκλοφορία στο κοινό έργων καταγραφής, ερμηνείας και αξιολόγησης ιστορικών γεγονότων. – Ratio legis του Ν. 4285/2014, με τον οποίο τροποποιήθηκε ο Ν. 927/1979. – Ο Ν. 4285/2014 ετέθη σε ισχύ, κατά συμμόρφωση προς την Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, ώστε να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο, εντός του οποίου θα καταπολεμούνται με επάρκεια και πληρότητα ιδιαίτερα σοβαρές μορφές ρατσισμού και ξενοφοβίας, όπως και εγκλήματα τελούμενα με τέτοια κίνητρα, και συνακόλουθα να εμπεδώνονται οι αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, της ισότητας και του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων. – Περιεχόμενο της Διεθνούς Συμβάσεως του 1966 «Περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων» (κυρωθείσας με το ν.δ. 494/1970). – Από τον συνδυασμό των άρ. 10 παρ. 2, 14 και 17 της ΕΣΔΑ, 11 και 13 του ΧΘΔΕΕ, 19 παρ. 2, 3 και 21 του ΔΣΑΠΔ και 5 παρ. 1, 2, 14, 16 παρ. 1 και 25 παρ. 3 Συντ., της Διεθνούς Συμβάσεως του 1966 και της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ προκύπτει ότι οποιαδήποτε δημόσια εκδήλωση κραυγαλέου ρατσισμού και ξενοφοβίας, είτε εκφερόμενη ως απλή γνώμη είτε ως επιστημονικό πόρισμα, τυγχάνει επιστημονικώς εσφαλμένη, ηθικώς καταδικαστέα και κοινωνικώς άδικη και επικίνδυνη, ως εκ τούτου δε επιτρέπεται η καταπολέμησή της με τα μέσα του ποινικού δικαίου, ώστε να επιβεβαιώνεται ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η απαγόρευση κάθε διάκρισης λόγω εθνικότητας, φυλής, γενεαλογικής καταγωγής, εθνοτικής καταβολής, αναπηρίας, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, υπό την αυτονόητη πάντα προϋπόθεση ότι η εκάστοτε εκδήλωση είναι πρόσφορη να παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της στοχοποιούμενης ομάδας ή προσώπου. – Στοιχεία του εγκλήματος του άρ. 2 του Ν. 927/1979, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον Ν. 4285/2014 κατά συμμόρφωση προς το άρ. 1 παρ. 1 εδ. γ΄-δ΄ της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ. – Με το κοινό, υπαλλακτικώς μικτό και δυνητικής διακινδύνευσης έγκλημα του άρ. 2 του Ν. 927/1979 προστατεύεται η ομαλή ειρηνική συμβίωση ομάδων προσώπων και των κατ’ ιδίαν μελών τους, τα οποία προσδιορίζονται βάσει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους. – Απαραίτητη προϋπόθεση στοιχειοθέτησης του εγκλήματος του άρ. 2 του Ν. 927/1979 αποτελεί η δημόσια τέλεση των περιγραφόμενων σε αυτό πράξεων, ήτοι η τέλεσή τους κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η περιέλευσή τους σε γνώση ενός ευρέος και αορίστου αριθμού προσώπων, ανεξαρτήτως του αν εκδηλώθηκαν σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο και αν πράγματι έγιναν αντιληπτές από τρίτους. – Έννοια των όρων “προφορικά”, “διά του τύπου”, “μέσω του διαδικτύου” και “με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο”. – Έννοια “επιδοκιμασίας”, “ευτελισμού” και “άρνησης”. – Ως “επιδοκιμασία” νοείται τόσο ο εγκωμιασμός κατά την έννοια του άρ. 185 ΠΚ, ήτοι η επικρότηση και η υπερθεμάτιση τελεσθέντων εγκλημάτων, όσο και η δικαιολόγηση και αποδοχή τους. – Ως “ευτελισμός” θεωρείται η ηθική απαξίωση, η υποβάθμιση ή ο εκμηδενισμός των προβλεπόμενων στην εν λόγω διάταξη εγκλημάτων, ο οποίος επιτυγχάνεται είτε με την διακωμώδηση είτε με τον εκχυδαϊσμό τους. – Η “άρνηση” αφορά στην ύπαρξη των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και στην αμφισβήτηση του νομικού τους χαρακτηρισμού ως εγκλημάτων, η οποία, όμως, προκειμένου να είναι αξιόποινη, πρέπει να υποκινεί σε πράξεις βίας ή μίσους ή να ενέχει απειλητικό ή εξυβριστικό χαρακτήρα, διότι, εάν η άρνηση εξαντλείται σε απλή αμφισβήτηση γεγονότων, διαφορετική αξιολόγηση ή ιστορική εξήγησή τους ή σε επίκληση νέων γεγονότων, η ποινικοποίηση συνιστά δυσανάλογο περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης ή της επιστημονικής ελευθερίας. – Ως “ύπαρξη” εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού νοείται εν συνόλω τόσο η πραγμάτωση των πραγματικών περιστατικών που τα στοιχειοθετούν όσο και η τέλεση ορισμένων στοιχείων εξ αυτών, όπως και ο νομικός χαρακτηρισμός τους. – Η έννοια της “σοβαρότητας” των ως άνω εγκλημάτων περικλείει τόσο την απαξία τους (ποιοτικό μέγεθος) όσο και τα επιμέρους μετρήσιμα στοιχεία τους (ποσοτικό μέγεθος). – Τα “εγκλήματα γενοκτονιών, πολέμου, κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και του ναζισμού” ταυτίζονται με τα προβλεπόμενα στα άρ. 6-8 του (κυρωθέντος με τον Ν. 3003/2002) Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Ρώμης εγκλήματα, παρά το γεγονός ότι στο άρ. 2 του Ν. 927/1979 δεν γίνεται ρητή παραπομπή σε αυτά. – Τα ως άνω εγκλήματα πρέπει να έχουν αναγνωρισθεί είτε με αμετάκλητες αποφάσεις του Διεθνούς Στρατοδικείου της Συμφωνίας της 8ης Αυγούστου 1945 ή του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου είτε με τυπικό νόμο της Βουλής ή νόμο με ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση για έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. – Παθητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρ. 2 του Ν. 927/1979 είναι είτε κάποια διακριτή ομάδα προσώπων είτε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, μέλος τέτοιας ομάδας, των οποίων η επιλογή γίνεται βάσει των ιδιαίτερων, αναφερόμενων στο εν λόγω άρθρο, χαρακτηριστικών τους. – Έννοια “εθνοτικής καταγωγής”, “φυλής”, “χρώματος”, “εθνικής καταγωγής”, “γενεαλογικών καταβολών”, “θρησκείας”, “σεξουαλικού προσανατολισμού”, “ταυτότητας φύλου” και “αναπηρίας”. – Ως αποτελέσματα της περιγραφόμενης στο άρ. 2 του Ν. 927/1979 συμπεριφοράς περιγράφονται υπαλλακτικώς αφενός μεν η δυνητική υποκίνηση σε βία ή μίσος, αφετέρου δε ο απειλητικός ή υβριστικός χαρακτήρας του ρατσιστικού λόγου, τα οποία σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ευρύτητάς τους, πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικώς, λαμβανομένης υπόψιν και της προσφορότητας της συμπεριφοράς, προκειμένου να μην προσβάλλεται το θεμελιώδες δικαίωμα έκφρασης. – Ως “υποκίνηση” νοείται η προτροπή, παρότρυνση, ενθάρρυνση και παρακίνηση, κατά την έννοια των άρ. 135 παρ. 1 και 192 ΠΚ. – Έννοια “βίας” και “μίσους”. – Η απόφαση προς τέλεση πράξεων βίας ή μίσους, ως αποτέλεσμα της κρινόμενης συμπεριφοράς, δεν απαιτείται να έχει πράγματι προκληθεί στον αποδέκτη, και κατ’ επέκτασιν δεν απαιτείται να έχουν τελεσθεί τέτοιες πράξεις. – Έννοια “υβριστικού” και “απειλητικού” χαρακτήρα της κρινόμενης συμπεριφοράς. – Το “υβριστικό” περιεχόμενο καταφάσκεται όταν η συμπεριφορά αποτελεί έκφραση πολιτιστικής βαρβαρότητας, με σαφές και αντικειμενικά καταφρονητικό νόημα, απευθυνόμενη κατά πλειόνων (συλλογική εξύβριση), αποκλειομένων δηλώσεων οι οποίες, έστω και προσχηματικώς, διατηρούνται σε επίπεδο λεκτικής ευπρέπειας. – Ως “απειλητικού” περιεχομένου θεωρούνται οι δηλώσεις οι οποίες είναι αντικειμενικά πρόσφορες να περιαγάγουν τον αποδέκτη τους σε τρόμο ή ανησυχία μέσω της αναγγελίας επικείμενου κακού. – Κριτήρια προσφορότητας του ρατσιστικού λόγου να θέσει εν κινδύνω ή να διαταράξει την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και να προσβάλει τα δικαιώματα μεμονωμένων προσώπων ή ομάδων. – Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται δόλος και επιπροσθέτως κακοβουλία (dolus malus), πρέπει δηλαδή ο δράστης να διακατέχεται από κακεντρέχεια και εκδικητικότητα έναντι των στοχοποιούμενων ομάδων ή των μελών τους. – Αναγνώριση διά προεδρικών διαταγμάτων “μαρτυρικών πόλεων” και “μαρτυρικών χωριών” ενόψει της προσφοράς τους την περίοδο της Κατοχής (1941-1945). – Με τα ως άνω προεδρικά διατάγματα, τα οποία, μαζί με το παρέχον την ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση (άρ. 43 παρ. 2 Συντ.) άρ. 18 παρ. 5 του Ν. 2503/1997, αποτελούν ενιαίο αλληλοσυμπληρούμενο σύνολο με ίση τυπική ισχύ, δεν αναγνωρίζεται η τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων γενοκτονίας, πολέμου ή εγκλημάτων κατά της ειρήνης και της ανθρωπότητας κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά απλώς αποτίεται φόρος τιμής σε επίπεδο πολιτικού συμβολισμού. – Γίνεται δεκτή η κλήτευση μαρτύρων με ειδικές γνώσεις, οι οποίοι ως Καθηγητές Ιστορίας και Συνταγματικού Δικαίου δύνανται να συνδράμουν στην διερεύνηση της επιστημονικότητας του υπό κρίσιν ιστορικού συγγράμματος. – Διατάσσεται η αποβολή των δηλούντων παράσταση πολιτικής αγωγής φυσικών και νομικών προσώπων, διότι δεν υπέστησαν άμεση βλάβη από τυχόν τέλεση του αδικήματος του άρ. 2 του Ν. 927/1979 από τον κατηγορούμενο-ιστορικό, ο οποίος συνέγραψε και έθεσε σε κυκλοφορία σύγγραμμα Ιστορίας, με θέμα την Μάχη της Κρήτης, εισφέροντας μια νέα και διαφορετική αξιολόγηση του ιστορικού αυτού γεγονότος, δεδομένου ότι από την περιγραφόμενη στο κατηγορητήριο πράξη δεν προκύπτει ότι μέσω του συγγράμματος έλαβε χώρα υποκίνηση σε βία ή μίσος ή ότι τα καταγραφόμενα από τον συγγραφέα είχαν εξυβριστικό ή απειλητικό περιεχόμενο ούτε, εξάλλου, οι καταγόμενοι από την νήσο Κρήτη μπορούν να θεωρηθούν ως διακριτή από το σύνολο του ελληνικού λαού ομάδα προσώπων. – Κηρύσσεται αντισυνταγματικό το άρ. 2 του Ν. 927/1979, όπως ισχύει μετά τον Ν. 4285/2014, διότι: α) η δυνατότητα αναγνώρισης εγκλημάτων γενοκτονιών κ.λπ. με απόφαση της Βουλής αντίκειται στην θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, κατά την οποία η εξακρίβωση πραγματικών περιστατικών, που εν προκειμένω ενδέχεται να στοιχειοθετούν τα ως άνω εγκλήματα, αποτελεί έργο αποκλειστικά της δικαστικής λειτουργίας και όχι της νομοθετικής, β) η μη αναγνώριση των προβλεπόμενων εγκλημάτων από τα αρμόδια εθνικά ή διεθνή δικαστήρια κατατείνει στις περισσότερες περιπτώσεις στην ανυπαρξία τους, ως εκ τούτου δε η εκ των υστέρων αναγνώριση των σχετικών εγκλημάτων με αποφάσεις της Βουλής συνιστά απαγορευμένη ιδιότυπη αναδρομική εφαρμογή ποινικού νόμου, γ) η ασαφής και αβέβαιη διατύπωση των προεδρικών διαταγμάτων, με τα οποία σε καθαρά συμβολικό επίπεδο ανακηρύσσονται συγκεκριμένες πόλεις και χωριά ως “μαρτυρικά”, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι εμπεριέχουν αναγνώριση εγκλημάτων του ναζισμού, κάτι το οποίο δεν ευσταθεί, αφού δεν διατυπώνονται με αυτά γενικοί και αφηρημένοι κανόνες δικαίου, παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας, κατά την οποία ο ποινικός νόμος πρέπει να είναι σαφής και ορισμένος και δ) αντίκειται στην ελευθερία της έκφρασης και την ακαδημαϊκή ελευθερία καθ’ ο μέτρο αναθέτει στην εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία να αποφαίνεται ως φορέας της επιστημονικής γνώσης επί ιστορικών γεγονότων και αποστερεί τον έλεγχο αυτόν από τα εθνικά και διεθνή δικαστήρια, τα οποία κατά τεκμήριο λειτουργούν υπό τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και είναι τα πλέον κατάλληλα να αναχαιτίσουν αθέμιτους φραγμούς στην επιστημονική και την εν γένει ελευθερία του λόγου. – Κηρύσσεται αντίθετο προς το Ενωσιακό Δίκαιο το άρ. 2 του Ν. 927/1979, όπως αυτό ισχύει, διότι ο Έλληνας νομοθέτης, κατά ουσιώδη παρέκκλιση από την Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, στην οποία οριζόταν ότι η αναγνώριση εγκλημάτων γενοκτονιών κ.λπ. ανατίθεται αποκλειστικά στα εθνικά και διεθνή δικαστήρια, ανέθεσε την δυνατότητα αναγνώρισης αυτών και στην νομοθετική εξουσία, αποτυγχάνοντας να εναρμονισθεί με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. – Κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης της άρνησης των εγκλημάτων του ναζισμού και εγκλημάτων πολέμου, στρεφομένης κατά του κρητικού λαού και έχουσας υβριστικό χαρακτήρα.