Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών 112/2016

Νομιμοποίηση εσόδων από το βασικό έγκλημα της φοροδιαφυγής (τελεσθείσα υπό το καθεστώς ισχύος του Ν. 2331/1995): Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, στρεφόμενο κατά των εννόμων αγαθών της εσωτερικής ασφάλειας και της ίδιας της κοινωνίας, της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της απονομής της δικαιοσύνης. – Το επίμαχο έγκλημα προϋποθέτει την τέλεση μιας χρονικώς προηγούμενης εκ των περιοριστικώς αναφερομένων στον οικείο νόμο αξιόποινης πράξης, από την οποία εξαρτάται και από την οποία προέρχεται άμεσα η νομιμοποιούμενη περιουσία (συναφές έγκλημα), ενώ κατατείνει στην κερδοσκοπία ή στην συγκάλυψη της προέλευσης περιουσίας ή στην παροχή σε άλλον συνδρομής για κερδοσκοπία ή συγκάλυψη (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης). – Η νομιμοποίηση εσόδων, όταν τελείται διά της κατοχής περιουσίας εγκληματικής προέλευσης, όπως επίσης και διά της χρήσεως και διαχείρισης της τοιαύτης περιουσίας, είναι έγκλημα διαρκές. – Το βασικό έγκλημα, από την τέλεση του οποίου προέκυψε άμεσα η νομιμοποιούμενη περιουσία, εξετάζεται παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο άσκησης ποινικής δίωξης για νομιμοποίηση. – Υπό το καθεστώς ισχύος του Ν. 2331/1995 αποκλειόταν η δυνατότητα ο δράστης της νομιμοποίησης να ταυτίζεται με τον δράστη του βασικού εγκλήματος, δυνατότητα η οποία, στο μέτρο που δεν γίνεται διάκριση κατά την διατύπωση της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος, υφίσταται πλέον υπό το ισχύον καθεστώς του Ν. 3691/2008, αποκλείεται δε μόνο όταν η νομιμοποίηση τελείται με την απόκτηση, κατοχή ή χρήση της περιουσίας, η οποία υποχρεωτικά πρέπει να τελείται από τρίτο. – Η φοροδιαφυγή ως βασικό έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, προβλέφθηκε το πρώτον με τον Ν. 3424/2005, με αποτέλεσμα οι προγενέστερες της έναρξης ισχύος του παραπάνω νόμου συμπεριφορές, που συνιστούν το έγκλημα της φοροδιαφυγής, να μην δύνανται να οδηγήσουν στην άσκηση ποινικής δίωξης για νομιμοποίηση. – Για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της νομιμοποίησης εσόδων απαιτείται η ύπαρξη περιουσιακού εισοδήματος, δεν αρκεί δε απλώς να συντρέχει περιουσιακή ωφέλεια με την μορφή αποτροπής της μείωσης της περιουσίας του δράστη από την τέλεση κάποιας εγκληματικής ενέργειας· ως εκ τούτου, περιουσία προερχόμενη από το βασικό έγκλημα της φοροδιαφυγής μπορεί να υπάρξει μόνο επί αυξήσεως του ενεργητικού της περιουσίας του δράστη, αυτό δε μπορεί να συμβεί μόνο όταν λαμβάνεται επιστροφή ΦΠΑ ή λοιπών παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών και εισφορών με παραπλάνηση της φορολογικής αρχής, καθότι έτσι ο δράστης αποκτά ευθέως και αμέσως περιουσία προερχόμενη από την τέλεση της φοροδιαφυγής, ενώ ομοίως νοητή είναι η τέλεση της νομιμοποίησης και στην περίπτωση της έκδοσης εικονικών και πλαστών τιμολογίων, όταν ο δράστης λαμβάνει αμοιβή για την έκδοσή τους από τον ωφελούμενο, καθόσον αντικείμενο νομιμοποίησης δεν είναι κάποιο ποσό φόρου αλλά η ίδια η αμοιβή του δράστη. – Η εξοικονόμηση της δαπάνης του δράστη της φοροδιαφυγής, δηλαδή το όφελος (άρ. 904 επ. ΑΚ) που ισούται με το ποσό του φόρου που απέφυγε να καταβάλει, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο νομιμοποίησης. – Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, επί σκοπώ προσδόσεως νομιμοφάνειας στην παρανόμως αποκτηθείσα περιουσία, τυποποιείται για πρώτη φορά ως υπαλλαγή τελέσεως του επίμαχου εγκλήματος στον Ν. 3691/2008 και δεν καταλαμβάνει περιπτώσεις οι οποίες έλαβαν χώρα πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου. – Απαλλάσσεται, δυνάμει των άρ. 7 παρ. 1 Συντ. και 1-2 ΠΚ, της κατηγορίας για νομιμοποίηση ο κατηγορούμενος, ο οποίος απέκρυψε, διά της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως εισοδήματος κατά τις διαχειριστικές χρήσεις 2000-2002, εισοδήματα συνολικού ποσού 3.998.022,06 ευρώ, καθόσον η τελεσθείσα υπ’ αυτόν φοροδιαφυγή, και αν ακόμα θεωρηθεί ως βασικό έγκλημα νομιμοποίησης υπό το καθεστώς του νυν ισχύοντος Ν. 3691/2008, δεν ήταν αξιόποινη στο ως άνω χρονικό διάστημα.


Η απόφαση δημοσιεύεται σε Ποινικά Χρονικά 2017, 70.