Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
ΟλομΑΠ 1/2015 (Ποιν.)

Έννοια της “αρχής της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ποινικού νόμου”.– Με ποιον τρόπο κρίνεται ποιος νόμος θεωρείται επιεικέστερος, αν από την σύγκριση των διατάξεων που θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν εν προκειμένω προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, με βάση το αποδιδόμενο σε αυτόν έγκλημα, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους. – Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και πότε εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. – Πότε υπάρχει έλλειψη νομίμου βάσεως. – Έννοια “θετικής” και “αρνητικής” υπέρβασης εξουσίας. – Έννοια της “αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσεως του κατηγορουμένου”. – Δεν υφίσταται υπέρβαση εξουσίας, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποσαφηνίζει, συμπληρώνει και προσδιορίζει ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την πράξη ή όταν προσδίδει στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό ή όταν διορθώνεται και βελτιώνεται κάποιο ιστορικό στοιχείο, εφόσον δεν μεταβάλλεται ουσιωδώς η κατηγορία. – Στις περιπτώσεις στις οποίες καθένας από τους συγκρινόμενους ποινικούς νόμους είναι εν μέρει ηπιότερος και εν μέρει αυστηρότερος από τον άλλο, ως προς την επιβλητέα ποινή, ο δικαστής θα πρέπει να εφαρμόσει αυτόν που οδηγεί στην μικρότερη επιβλητέα ποινή. – Εφόσον από τον νέο νόμο προβλέπεται ως προϋπόθεση επιβολής της ποινής ορισμένος όρος, νέος ή πρόσθετος, ή σωρευτικά νέα επιβαρυντική περίσταση, που δεν απαιτείτο από τον προγενέστερο, κατά την συζήτηση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό θα εφαρμοσθεί οπωσδήποτε ο νεότερος νόμος και θα προστεθεί ο νέος ή πρόσθετος όρος ή η επιβαρυντική περίσταση εις βάρος του κατηγορουμένου, αν συντρέχουν στην ουσία. – Πράξεις διακίνησης ναρκωτικών που τελέσθηκαν κατ’ επάγγελμα προ της ισχύος του Ν. 4139/2013 και είχαν προσδοκώμενο όφελος ανώτερο των 75.000 ευρώ διατηρούν, και υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς, τον χαρακτήρα της διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, με συνέπεια την δυνατότητα επιβολής της ποινής της ισοβίου καθείρξεως. – Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπου εκδικάζεται, μετά από έφεση του κατηγορουμένου, υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα, ανεξάρτητα από το αν η αρχική δίωξη (και εκδίκαση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό), που είχε γίνει υπό την ισχύ του Ν. 3459/2006, αφορούσε τα άρ. 23 ή 23Α αυτού, μπορεί και πρέπει να ερευνηθεί αν το προσδοκώμενο όφελος από την διακίνηση των ναρκωτικών υπερβαίνει το ποσόν των 75.000 ευρώ, σε καταφατική δε περίπτωση απαιτείται να προστεθεί στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης η επίμαχη αναγκαία πρόσθετη προϋπόθεση για την επιβολή ποινής, κατ’ ερμηνεία και εφαρμογή του επιεικέστερου για τον κατηγορούμενο άρ. 23 παρ. 2 του Ν. 4139/2013, αρκεί να μην επιβληθεί μεγαλύτερη χρηματική ποινή, ως προς την οποία και μόνο είναι αυστηρότερη για τον κατηγορούμενο η ως άνω διάταξη, χωρίς έτσι να καθίσταται χειρότερη η θέση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου, ούτε να μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα η κατηγορία. – Όταν η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών διαπράττεται από περισσότερους από έναν δράστες “από κοινού”, το προσδοκώμενο όφελος, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, θα προσδιορισθεί μία φορά και θα αντιστοιχεί σε όλους μαζί τους δράστες. – Ορθώς και άνευ απολύτου ακυρότητος και υπερβάσεως εξουσίας ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο η ουσιαστικού δικαίου ποινική διάταξη του άρ. 23 παρ. 2 στοιχ. α΄ του Ν. 4139/2013 ως ευμενέστερη έναντι εκείνης του άρ. 23 Ν. 3459/2006, με βάση την οποία είχε ασκηθεί εις βάρος των κατηγορουμένων ποινική δίωξη για αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθησιν, αφού δεν κατέστη χείρων η θέση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων. – Σύμφωνη εισαγγελική αγόρευση.