Αναζήτηση για

Στην ενότητα


Επιλέξτε γράμμα
Αναζήτηση όρου

Έτος    
Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Νομολογία κατ’ άρθρον)
Ν. Ανδρουλάκης, Θ. Δαλακούρας, Ι. Γιαννίδης, Η. Αναγνωστόπουλος (επιμ. Δ. Βούλγαρης)

Αθήνα 2015, σελ. ΧΧIV + 789, ISBN: 978-960-420-580-6, τιμή: 80 €

Το έργο έχει ως αντικείμενο την συστηματική κατ’ άρθρο καταγραφή της νομολογίας που αφορά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Υπόψη ελήφθησαν όχι μόνο αποφάσεις και βουλεύματα δικαστηρίων, αλλά και γνωμοδοτήσεις ή διατάξεις εισαγγελέων, ανακριτικές αναφορές, ακόμα δε και πορίσματα ανεξάρτητων αρχών, εφόσον επηρεάζουν την εφαρμογή διατάξεων του Κώδικα. Επίσης γίνεται αναφορά και σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Στόχος του έργου δεν είναι, βέβαια, η εξαντλητική παράθεση όλων των αποφάσεων που αφορούν στο εκάστοτε συγκεκριμένο άρθρο. Αντιθέτως, έμφαση δόθηκε στην κατά το δυνατό πληρέστερη παρουσίαση και προβολή των επί μέρουςερμηνευτικών ζητημάτων τα οποία εγείρονται κατά την εφαρμογή του εκάστοτε άρθρου και στην ολοκληρωμένη καταγραφή των ερμηνευτικών θέσεων που ακολούθησε επ’ αυτών η νομολογία διαχρονικά.

Σχετικά καταβλήθηκε προσπάθεια, ώστε το περιεχόμενο της νομολογίας να αποδοθεί με τρόπο συστηματικό, συνοπτικό και ευανάγνωστο. Για τον λόγο αυτόν, προτιμήθηκε η ελεύθερη –χωρίς ωστόσο αλλοιώσεις– απόδοση του περιεχομένου των αποφάσεων και όχι η αυτούσια παράθεση του κείμενου τους.

Ως προς τα ζητήματα επί των οποίων η νομολογία έχει κυμανθεί και υφίστανται αντιτιθέμενες απόψεις, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι στο κυρίως κείμενο παρατίθεται πρωτευόντως η κρατούσα νομολογία, ενώ οιαντίθετες αποφάσεις (“contra”) αναφέρονται παρενθετικά, έπειτα από τις αποφάσεις της κρατούσας γνώμης. Η άποψη δε που καταγράφεται στο κυρίως κείμενο δεν επιλέγεται με βάση υποκειμενικά κριτήρια περί της ορθότητάς της, αλλά βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως ο βαθμός του δικαστηρίου, ο αριθμός των αποφάσεων στις οποίες απαντά η εν λόγω άποψη, καθώς και ο χρόνος έκδοσης των αποφάσεων· υπό την έννοια αυτή ως επικρατέστερη κρίνεται η άποψη την οποία ακολουθεί η πιο πρόσφατη νομολογία, εφόσον μάλιστα αυτή υποδηλώνει μια μεταστροφή σε σχέση με προγενέστερες αποφάσεις και δεν εμφανίζεται ως μεμονωμένη εξαίρεση. Δεν είναι πάντως σπάνιες οι οριακές περιπτώσεις, οι περιπτώσεις δηλαδή εκείνες στις οποίες η διάκριση μεταξύ κρατούσας και μη άποψης, και κατ’ επέκταση η επιλογή της άποψης που παρατίθεται στο κυρίως κείμενο, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

Τέλος, για λόγους “εκδοτικής οικονομίας” δεν παρατίθεται η νομολογία επί ζητημάτων τα οποία, αν και ιδιαίτερης σημασίας παλαιότερα, λόγω των εν τω μεταξύ επελθουσών συχνών νομοθετικών μεταβολών, έχουν πάψει πια να ενδιαφέρουν. Με άλλα λόγια, η παράθεση νομολογίας η οποία δεν αντιμετωπίζει ζητήματα του σήμερα ισχύοντος δικαίου, ακόμη κι αν, ενδεχομένως, παρουσιάζει ενδιαφέρον από ιστορική άποψη, αποφεύχθηκε. Και εδώ, ωστόσο, φάνηκαν αναγκαίες ορισμένες εξαιρέσεις, ιδίως όσον αφορά σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι ακόμα σαφές αν και πώς μια νομοθετική μεταβολή πρόκειται να επηρεάσει την νομολογιακή αντιμετώπιση ορισμένου ζητήματος, οπότε η παράθεση της σχετικής με το προηγούμενο καθεστώς νομολογίας κρίθηκε σκόπιμη.